της Manuela Cadelli, Προέδρου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Βελγίου
Πέρασε η εποχή που έπρεπε να προσέχουμε πώς μιλάμε. Τώρα πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ώστε να γεννηθεί μια συντονισμένη δημοκρατική αντίδραση, ιδιαίτερα στο χώρο των δημόσιων υπηρεσιών.
Ο φιλελευθερισμός ήταν ένα πολιτικό και οικονομικό δόγμα που προήλθε από τον Διαφωτισμό και που απέβλεπε στο να περιορίσει το κράτος στο βαθμό που απαιτείτο, ώστε να γίνονται σεβαστές οι ελευθερίες και να επιτευχθεί η δημοκρατική χειραφέτηση. Ήταν η μήτρα της γέννησης και της προόδου των δυτικών δημοκρατιών.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο πλήρης οικονομισμός που σήμερα πλήττει μόνιμα κάθε τομέα της κοινωνίας μας. Είναι ένα είδος εξτρεμισμού.
Ο φασισμός ορίζεται ως η υποταγή όλων των στοιχείων του κράτους σε μια ολοκληρωτική και μηδενιστική ιδεολογία.
Υποστηρίζω ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι φασισμός, γιατί η οικονομία έχει καθυποτάξει όχι μόνο τις κυβερνήσεις δημοκρατικών χωρών, αλλά και κάθε έκφραση της σκέψης μας. Το κράτος βρίσκεται πλέον στην υπηρεσία του χρηματοοικονομικού συστήματος, το οποίο αντιμετωπίζει το πρώτο σαν υποδεέστερο και το προστάζει ακόμα και να θέτει σε κίνδυνο το γενικό καλό.
Η λιτότητα που απαιτούν οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι έχει καταστεί μια ανώτερη αξία που έχει αντικαταστήσει την πολιτική. Η απαίτηση για εξοικονόμηση χρήματος αποκλείει την επιδίωξη οποιουδήποτε άλλου δημόσιου στόχου. Η αρχή της δημοσιονομικής ορθοδοξίας φθάνει στο σημείο να παρουσιάζεται ως συνταγματική επιταγή των κρατών. Η έννοια των δημόσιων υπηρεσιών χάνει κάθε νόημα.
Ο μηδενισμός που απορρέει από όλα αυτά οδηγεί στην απόρριψη του οικουμενισμού και των προφανέστερων ανθρωπιστικών αξιών : της αλληλεγγύης, της αδελφοσύνης, της ένταξης όλων και του σεβασμού της διαφορετικότητας. Δεν υπάρχει πλέον χώρος ούτε για την κλασική οικονομική θεωρία : η εργασία ήταν στο παρελθόν στοιχείο συνδεδεμένο με την ζήτηση και οι εργαζόμενοι για αυτόν τον λόγο ετύγχαναν σεβασμού · ο διεθνής χρηματοοικονομικός τομέας την μετέτρεψε σε μια απλή μεταβλητή που προσαρμόζεται στις συνθήκες.
Παραμόρφωση της πραγματικότητας
Κάθε ολοκληρωτισμός ξεκινά σαν διαστροφή της γλώσσας και, όπως στο μυθιστόρημα του Τζορτζ Όργουελ, ο νεοφιλελευθερισμός έχει τους νεολογισμούς του και τις επικοινωνιακές στρατηγικές του που επιτρέπουν τη στρέβλωση της πραγματικότητας. Έτσι, κάθε περικοπή στον προϋπολογισμό παρουσιάζεται σαν εκσυγχρονισμός του αντίστοιχου τομέα. Αν το ταμείο υγείας δεν δικαιολογεί πλέον κάποιες ιατρικές υπηρεσίες και οι φτωχοί δεν έχουν τη δυνατότητα να επισκεφθούν οδοντίατρο, είναι επειδή «εκσυγχρονίζεται» η κοινωνική ασφάλιση.
Στον δημόσιο λόγο επικρατεί αοριστολογία για να μην γίνεται αναφορά συνεπειών στο ανθρώπινο στοιχείο. Έτσι, η αναφορά στην υποδοχή μεταναστών είναι σημαντικό να μη δημιουργήσει ζήτηση για υποδοχή που δεν μπορεί να αντέξει η οικονομία μας. Επίσης κάποιοι άνθρωποι χαρακτηρίζονται με απαξιωτικές λέξεις, κάπως σαν «βάρος της κοινωνίας», επειδή η στήριξή τους είναι θέμα εθνικής αλληλεγγύης.
Λατρεία της αξιολόγησης
Ο κοινωνικός δαρβινισμός κυριαρχεί και επιβάλλει σε όλους και στον καθένα τις πιο αυστηρές απαιτήσεις επιδόσεων : το να είσαι ένας από τους αδύναμους ισοδυναμεί με αποτυχία. Οι βάσεις του πολιτισμού μας έχουν αντιστραφεί : κάθε ανθρωπιστικό αξίωμα αποκλείεται ή απαξιώνεται, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός έχει το μονοπώλιο του ορθολογισμού και του ρεαλισμού. Η Μάργκαρετ Θάτσερ το δήλωσε το 1985: «Δεν υπάρχει εναλλακτική». Οτιδήποτε άλλο δεν είναι παρά ουτοπία, παραλογισμός και οπισθοδρόμηση. Τα πλεονεκτήματα του διαλόγου και της αντιπαράθεσης απαξιώθηκαν, αφού η ιστορία διέπεται από μια αναγκαιότητα.
Αυτή η υποκουλτούρα ενέχει μια δική της υπαρξιακή απειλή : η έλλειψη υψηλών επιδόσεων καταδικάζει σε εξαφάνιση και ταυτόχρονα όλοι κατηγορούνται για αναποτελεσματικότητα και όλοι πρέπει να δικαιολογούνται για τα πάντα. Δεν υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη. Η βαθμολόγηση βασιλεύει και μαζί της η γραφειοκρατία, που επιβάλλει τον ορισμό και την μελέτη πλήθους στόχων και δεικτών, με τους οποίους όλοι θα πρέπει να συμμορφώνονται. Η δημιουργικότητα και η κριτική σκέψη χάνονται στον κυκεώνα των διοικητικών υποχρεώσεων. Και ο καθένας θα πρέπει να απολογείται ως ένοχος για σπατάλη και αδράνεια.
Η παραμέληση της δικαιοσύνης
Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία δημιουργεί δικούς της νόμους, που ανταγωνίζονται τους νόμους του κοινοβουλίου. Η νομοθετική εξουσία κινδυνεύει. Οι νόμοι και οι διαδικασίες, δεδομένου ότι λειτουργούν σαν προστάτες των ελευθεριών κι εμποδίζουν τις καταχρήσεις, είναι πλέον εμπόδια.
Ομοίως, το δικαστικό σώμα, που υπάρχει πιθανότητα να εναντιωθεί στη θέληση των κυρίαρχων, πρέπει να αποδυναμωθεί. Η βελγική Δικαιοσύνη άλλωστε υποχρηματοδοτείται. Το 2015, σε μια ευρωπαϊκή κατάταξη με βάση τη χρηματοδότηση της δικαιοσύνης που περιλαμβάνει όλα τα κράτη που βρίσκονται μεταξύ του Ατλαντικού και των Ουραλίων, το Βέλγιο ήρθε τελευταίο. Σε δύο χρόνια, η κυβέρνηση κατάφερε να άρει την ανεξαρτησία που το Σύνταγμα χορηγούσε στην Δικαιοσύνη προς όφελος του πολίτη – για να παίζει το ρόλο του αντιπερισπασμού στην εξουσία. Το σχέδιο είναι σαφές : να μην υπάρχει πλέον Δικαιοσύνη στο Βέλγιο.
Μια κάστα ανώτερη από τη «μάζα»
Όμως η άρχουσα τάξη δεν παίρνει το ίδιο «φάρμακο» που χορηγεί στους απλούς πολίτες, αφού η συνταγογραφούμενη λιτότητα αρχίζει από τους άλλους. Ο οικονομολόγος Thomas Piketty περιέγραψε επακριβώς αυτή την κατάσταση στις μελέτες του για την ανισότητα και τον καπιταλισμό στον εικοστό πρώτο αιώνα. [Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις τα βιβλία του «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» και «Η οικονομία των ανισοτήτων»]
Παρά την κρίση του 2008 και τους ηθικολογικούς εξορκισμούς που ακολούθησαν, δεν έγινε τίποτα για να επιτηρηθούν οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι και να υποταχθεί η λειτουργία τους στις επιταγές του κοινού καλού. Ποιος την πλήρωσε; Οι απλοί άνθρωποι : εσείς και εγώ.
Και ενώ το βελγικό κράτος συναίνεσε για μια δεκαετία φορολογικών ελαφρύνσεων 7 δισ. για τις πολυεθνικές, οι κοινοί θνητοί είδαν επιβαρυμένη την πρόσβαση στη δικαιοσύνη (αυξημένα δικαστικά τέλη, φορολογία 21% στις δικηγορικές αμοιβές). Στο εξής τα θύματα της αδικίας πρέπει να είναι πλούσια, προκειμένου να αποζημιωθούν. Όλα αυτά σ΄ένα κράτος όπου ο αριθμός των ασκούντων δημόσιο λειτούργημα ξεπερνά κάθε παγκόσμιο στάνταρ. Σε αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα δεν υπάρχει αξιολόγηση ούτε μελέτες εκτίμησης κόστους-κέρδους. Ένα παράδειγμα: τριάντα χρόνια μετά την ομοσπονδιοποίηση υπάρχουν ακόμα περιφερειακά ιδρύματα χωρίς να μπορεί κανείς να πει σε τι χρησιμεύουν. Ο εξορθολογισμός και η ιδεολογία της αποτελεσματικής διαχείρησης σταμάτησαν απότομα όταν έφτασαν μπροστά στην πόρτα των πολιτικών.
Το ιδανικό της ασφάλειας
Η τρομοκρατία, αυτή η άλλη μορφή μηδενισμού που φανερώνει τις αδυναμίες μας και τη δειλία μας όσον αφορά στην επιβεβαίωση των αξιών μας, επιδεινώνει την κατάσταση παρέχοντας νομιμοποίηση στις παραβιάσεις των ελευθεριών και στην επίθεση εναντίον κάθε είδους αμφισβήτησης του συστήματος, αφήνοντας στην άκρη τη δικαστική εξουσία, η οποία κρίνεται αναποτελεσματική, και μειώνοντας όλο και περισσότερο την κοινωνική προστασία των πιο φτωχών, που θυσιάζεται κι αυτή χάριν του «ιδανικού» της ασφάλειας.
Η σωτηρία μέσω της στράτευσης
Αυτή η κατάσταση αναμφισβήτητα απειλεί τα θεμέλια των δημοκρατιών μας · αλλά μας καταδικάζει άραγε σε αποθάρρυνση και απόγνωση;
Σίγουρα όχι. Πριν από 500 χρόνια, την εποχή της μεγαλύτερης όξυνσης των προβλημάτων που προκάλεσε η για περισσότερο από τρεις αιώνες ξένη κατοχή στα ιταλικά κράτη και που κατέληξε στην κατάρρευση των περισσότερων απ΄αυτά, ο Νικολό Μακιαβέλι προέτρεπε τους ενάρετους ανθρώπους να καταπολεμήσουν το πεπρωμένο και μπρος τις αντιξοότητες των καιρών να προτιμήσουν τη δράση και την τόλμη αντί για τη σύνεση. Γιατί, όσο πιο τραγική είναι η κατάσταση, τόσο περισσότερο απαιτείται η δράση και η άρνηση της παραίτησης. («Ο ηγεμόνας», κεφάλαια XXV και XXVI).
Αυτή η προτροπή σαφώς επιβάλλεται στην εποχή μας, όπου τα πάντα φαίνεται να βρίσκονται σε κίνδυνο. Η αποφασιστικότητα των πολιτών που είναι πιστοί στον ριζοσπαστισμό των δημοκρατικών αξιών αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή, η οποία δεν έχει ακόμη αποκαλύψει –τουλάχιστον όχι στο Βέλγιο– τις δυνατότητές και τη δύναμή της να αλλάξει αυτό που παρουσιάζεται ως αναπότρεπτο. Χάρις στα κοινωνικά δίκτυα και την δυνατότητα να εκφράζονται οι απόψεις, ο καθένας μπορεί τώρα πια να στρατευτεί, ιδίως στις δημόσιες υπηρεσίες, τα πανεπιστήμια και τον φοιτητικό κόσμο, στο δικαστικό σώμα και τον Δικηγορικό Σύλλογο, στη δημόσια διοίκηση και στις συλλογικότητες, για να φέρει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το γενικό καλό και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι φασισμός. Πρέπει να παταχθεί και να επανέλθει ο πλήρης ανθρωπισμός.