Εθελοντισμός.
Μια έννοια που μαγνητίζει όλα τα θετικά πρόσημα στο διάβα της. Ορισμένες φορές μάλιστα αποσπά τόσα πολλά ηθικά θετικά ιόντα που καταφέρνει να αποφορτίσει ή και να φορτίσει αρνητικά το βιοπορισμό και την αμειβόμενη εργασία.
Είναι ο άτρωτος εχθρός της αμοιβής, καμουφλαρισμένος πίσω από το φερετζέ της προσφοράς, της ανιδιοτέλειας και της αγαθοεργίας, κατασκευασμένος τεχνηέντως για τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Ταυτόχρονα αποτελεί ταμπού, δύσκολο να το αγγίξει και να το κριτικάρει κανείς. Μια συνωμοσία ηθικού εμβολιασμού της κοινωνίας που συναγωνίζεται στην επιρροή και τοποθετείται στο ίδιο απυρόβλητο πεδίο με παλαιότερα άυλα εφευρήματα παρόμοιου σκοπού όπως ο Θεός και η πατρίδα.
Στις μέρες μας, πατώντας στην ημιμάθεια προτάσσεται σα μονόδρομος απέναντι στην κρατική αδράνεια. Βαφτίζεται με το, γυμνό επιχειρημάτων, προσδιορισμό «καλό» και είναι παραδόξως η μοναδική έννοια που είναι αποδεκτή από όλες τις κοινωνικές ομάδες, τις οικονομικές τάξεις και τις περισσότερες πολιτικές κατευθύνσεις.
Η απουσία του οικονομικού κινήτρου από αυτό το είδος εργασίας απαιτεί την αντικατάστασή του από ένα ηθικό ή και συναισθηματικό στοιχείο παρώθησης. Πάνω απ’ όλα όμως οι εθελοντές απολαμβάνουν την καθαρή τους συνείδηση αφού νοιώθουν (ή θέλουν να νοιώθουν) πως έχουν κάνει το χρέος τους προς το κοινωνικό σύνολο.
Φυσικά εκτός από την απουσία της χρηματικής αμοιβής (που για ένα περίεργο λόγο κρίνεται θετικά αλλά και αποτελεί κίνητρο ακόμα και για εντατικοποίηση της εργασίας) τα υπόλοιπα στοιχεία της μισθωτής εργασίας παραμένουν ως έχουν. Διατηρείται η ιεραρχία, υπάρχουν δηλαδή οι εντολείς και οι εντολοδόχοι, τα αφεντικά και οι εργαζόμενοι. Άλλοι αποφασίζουν ποια θα είναι η εθελοντική δράση και άλλοι την περατώνουν.
Στη χώρα μας ο όρος εισήλθε μαζικά το 2004 με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων. Πολλούς μήνες πριν την τελετή έναρξης, το κράτος μαζί με την εταιρία οργάνωσης των αγώνων εξαπέλυσε μια πελώρια καμπάνια υπέρ του εθελοντισμού. Τα στοιχεία παρώθησης για μια επίπονη δωρεάν εργασία δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Πάνω απ’όλα η «πατρίδα» (πάντα πιασάρικο κίνητρο ακόμα και για το θάνατο), μετά η «φιλοξενία», μετά το «ιδανικό των Ολυμπιακών αγώνων που εμείς γεννήσαμε» (πάλι ο πατριωτισμός στη μέση δηλαδή) και μετά η εικόνα μας στους ξένους (στοιχείο που ψυχολογικά εγκολπώνει εκτός από τον πάντα ανίκητο πατριωτισμό, τα σύνδρομα κατωτερότητας και τον ανταγωνισμό).
Η καμπάνια πήγε πολύ καλά και δεκάδες χιλιάδες κόσμου δέχτηκε να εργαστεί για αρκετές μέρες στα πιο βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα, χωρίς ασφάλεια και οικονομική αμοιβή. Το εντυπωσιακό σε αυτή την ιστορία δεν είναι μόνο ότι υπήρχε αφενός μια καταφανής εκμετάλλευση και αφετέρου μια επίσης καταφανής ρεμούλα και κατασπατάληση δημόσιων πόρων. Δεν είναι ότι πλήθος Ελλήνων, στο όνομα του πατριωτισμού, ωθήθηκε σε μια ανασφάλιστη και απλήρωτη εργασία την ίδια στιγμή που το ελληνικό δημόσιο υπερδιπλασίαζε το χρέος του σκορπώντας αλόγιστα χρήματα παντού εκτός από τους εργαζόμενους πατριώτες. Το εντυπωσιακό είναι ότι ακόμα και στην ίδια την εθελοντική ομάδα υπήρχε ένας αρχηγός (ημεδαπός ή αλλοδαπός) ο οποίος αμείβονταν με ένα τεράστιο ποσό για να κατευθύνει, να ελέγχει και πάνω απ’ όλα να ντοπάρει ηθικά τους εθελόδουλους! Ωστόσο, οι ίδιοι αντλούσαν ικανοποίηση φορώντας την μπλούζα του εθελοντή του «Athens 2004». (Τις ίδιες μπλούζες που σήμερα πωλούνται όσο όσο από τους πρώην εθελοντές και σημερινούς άνεργους.)
Φυσικά η διοργάνωση δεν τσιγκουνεύτηκε τα μεροκάματα (εξάλλου ένα μέρος αυτών των χρημάτων είχαν ήδη ξοδευτεί στην καμπάνια του εθελοντισμού και το ποσό ήταν εξαιρετικά μικρό σε σχέση με τον προϋπολογισμό των αγώνων), δεν είχε κανένα πρόβλημα να χρεώσει λίγο ακόμα τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο στόχος ήταν να μπολιάσει την κοινωνία με τη δήθεν ηθική της τσάμπα εργασίας. Να πειραματιστεί και να δημιουργήσει ένα ποίμνιο εθελοντοαπλήρωτων που θα είναι χρήσιμοι και την επόμενη φορά. Στόχος ήταν να πλάσει το θετικό προσωπείο της δουλείας. Και το κατάφερε.
Οι παρακαταθήκες αυτής της καμπάνιας του εθελοντισμού, δημιούργησαν υπεράριθμες μυημένες λεγεώνες οι οποίες στη συνέχεια στελέχωσαν μαζικά και την ΕΚΕ (Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη). Ένα εργαλείο δωρεάν διαφήμισης και δημιουργίας κοινωνικού προφίλ για επιχειρήσεις.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε τηλεοπτικούς σταθμούς ή εταιρίες κινητής τηλεφωνίας να καλούν εθελοντές σε δεντροφυτέψεις, καθαρισμούς παραλιών, ρεμάτων, πόλεων κ.ο.κ. Δημιουργούν έτσι ένα περιφερόμενο θίασο δωρεάν εργατικών χεριών, που συνοδευόμενος από τηλεοπτικά συνεργεία, προβαίνει σε πράξεις άξιες εγκωμιασμού. Οι ίδιες βέβαια οι εταιρίες καρπώνονται τον κόπο των ταλαίπωρων εθελοντών, καλλιεργούν το προφίλ τους και κινηματογραφούν τα γεμάτα περιβαλλοντική ευαισθησία διαφημιστικά σποτ τους.
Ταυτόχρονα βέβαια, οι δήθεν περιβαλλοντικά ευαίσθητες εταιρίες, σιωπούν (και πιθανόν σιγοντάρουν) για την καταστροφή του δάσους των Σκουριών, τη μόλυνση του Ασωπού και την καταστροφή των υδροβιότοπων της χώρας. Και οι ίδιοι οι εθελοντές νοιώθουν καλά με τη συνείδησή τους και νομίζουν πως έσωσαν το οικοσύστημα μαζεύοντας ζελατίνες από σοκοφρέτες στο ρέμα της Πικροδάφνης την ίδια ώρα που ένα μπιτς μπαρ «φυτεύεται» στην παραλία που καθάρισαν την προηγούμενη εβδομάδα.
Το φαινόμενο αναπτύσσεται με σημαντικούς ρυθμούς. Η εδραίωσή του στις νόρμες της ηθικής ενισχύεται από την συγκάλυψη και το κοινό συμφέρον. Η οικονομική κρίση δημιουργεί δυσκολίες οι οποίες θα ήταν «καλό» να εξομαλυνθούν γρήγορα, φθηνά και πάνω απ’ όλα «ηθικά». Συχνά δημιουργούνται ομάδες εθελοντών για την προάσπιση θετικά φορτισμένων εννοιών. Τοπικών, υπερτοπικών, περιβαλλοντικών, υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας, καθαρισμού, προβολής τουριστικών προορισμών, διοργάνωσης εκδηλώσεων κ.α.
Μέσα σε όλα αυτά συντελείται και η υφαρπαγή θέσεων εργασίας από τους πλέον ανταγωνιστικούς -μη αμειβόμενους εργαζόμενους. Κάτι που φαντάζει τουλάχιστον μη ηθικό την εποχή που η εργατοώρα σπανίζει εξαιρετικά. Αυτό όμως, κατανοείται από τους περισσότερους μόνο όταν η δραστηριοποίηση του εθελοντισμού προσεγγίσει τον θώκο του δικού τους εργασιακού κλάδου. Και δε θα αργήσει αυτή η μέρα αφού πληθαίνουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τα οποία εν είδει δουλεμπόρων, εισάγουν μαζικά, απλήρωτα- και φυσικά ανταγωνίστηκα- εργατικά χέρια από της χώρες της Ε.Ε, στη χώρα μας για να υλοποιήσουν «οποιοδήποτε project» με παροχές -αντίστοιχες με αυτές της δουλείας- τη σίτιση και τη στέγαση (για κάποιους και την εμπειρία, που παραδόξως έγινε ποσοτικό μέγεθος και αμειβόμενη υπηρεσία!).
Άλλο ένα κατατοπιστικό παράδειγμα υφαρπαγής θέσεων εργασίας, συνέβη τις ημέρες των γιορτών των Χριστουγέννων στα πολυκαταστήματα του λεκανοπεδίου όπου γέμισαν με εθελοντές τυλιχτές δώρων. Απλήρωτοι εργαζόμενοι στέκονταν πίσω από τα ταμεία και τύλιγαν τα δώρα ζητώντας το φιλοδώρημα των καταναλωτών το οποίο και διέθεταν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Με τη στάση τους βέβαια οι «φιλάνθρωποι» καταλάμβαναν σημαντικό αριθμό εποχιακών θέσεων εργασίας (σε συνθήκες με 30% καταγεγραμμένη ανεργία!), χαρίζοντας τα μεροκάματα στα αφεντικά, αφού το όποιο ποσό, συγκεντρώνονταν αποκλειστικά από την συνδρομή των καταναλωτών. Οι επισημάνσεις πως η αγαθοεργία τους στρέφονταν περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου παρά προς τους οικονομικά αδύναμους έπεσαν στο κενό και θεωρήθηκαν εχθρικές, αφού ο εθελοντισμός φέρει το τέλειο μακιγιάζ του προσώπου της εκμετάλλευσης.
Και είναι τόσο καλά μακιγιαρισμένος ο εθελοντισμός που πρώην υπουργός παιδείας δεν δίστασε να μιλήσει για εθελοντική εργασία των εκπαιδευτικών για να καλυφθούν τα κενά στα σχολεία. Παραφράζοντας έτσι τη φράση του μηδενισμού του μισθού των δασκάλων! Άραγε αυτός είναι ο απώτερος στόχος;
Η κριτική απέναντι στον εθελοντισμό, όπως αυτός προβάλλεται και λειτουργεί σήμερα, δεν έχει σκοπό να μηδενίσει ούτε να καταδικάσει έννοιες όπως η αλληλοβοήθεια, η αλληλεγγύη, η αυτοοργάνωση, η αυτόδιαχείριση, η αχρήματη προσφορά, έκφραση και δημιουργία. Επίσης, δεν έχει σκοπό να κατακρίνει κινήσεις και δράσεις που συνέβησαν ή συμβαίνουν από ομάδες, φορείς και συλλογικότητες.
Η διαφορά έγκειται στο πως ακριβώς προσεγγίζεται η κάθε αχρήματη διαδικασία. Αφενός τα ζητήματα ευαισθησίας δεν μπορεί να περιορίζονται και να εκφράζονται μόνο σε καλέσματα τρίτων αλλά εξυπηρετούνται μόνο όταν εξετάζονται και αντιμετωπίζονται ολιστικά. Αφετέρου τα τοπικά ζητήματα δεν ικανοποιούνται με στιγμιαίες εντυπωσιακές παρεμβάσεις που αναφέρονται σε συγκεκριμένες ελλείψεις αλλά με συνεχή πολυμορφική δράση και πολύπλευρη παρουσία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμα και στη συνεχή και χρόνια ενασχόληση φορέων και ατόμων προσπαθώντας να συμπληρώσουν ελλείψεις του κρατικού κυρίως μηχανισμού, ένα είναι το βέβαιο: ο εθελοντισμός έχει κοντά ποδάρια, δεν μπορεί να φτάσει μακριά. Οι δράσεις του υπολείπονται σε διάρκεια, συχνότητα και ποιότητα.
Στο αδιέξοδο που δημιουργείται από την ακαμψία του δημόσιου τομέα και τον κερδοσκοπικό εγκλωβισμό του ιδιωτικού, όσο και να επιδιώκεται, δεν μπορεί να απαντήσει ο μικρός διασκελισμός των απλήρωτων εργατοωρών.
Υ.γ1 Το παρόν δοκίμιο γράφτηκε αρκετούς μήνες πριν. Ωστόσο, κρίθηκε αναγκαίο να δημοσιευτεί σήμερα αφού ο στόχος του μηδενισμού του κόστους της εργασίας, μέσω των δράσεων που χαρακτηρίζονται ως «εθελοντισμός», αρχίζει πλέον και γίνεται απροκάλυπτα ορατός. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, (σε αντίθεση με παλιότερα, όπου οι κινήσεις αυτές συγκαλύπτονταν πίσω από τοπικούς συλλόγους και ομάδες) δημιουργούν οι ίδιοι (!) εθελοντικές ομάδες για να φέρουν σε περάς εργασίες για τις οποίες φέρουν την αποκλειστική ευθύνη και χρηματοδοτούνται από τα ανταποδοτικά τέλη των δημοτών. Σε αυτή την περίπτωση οι τοπικοί αξιωματούχοι θα πρέπει να απαντήσουν στους δημότες τους: Γιατί δεν επιλέγουν οι εργασίες αυτές να γίνουν από υπάλληλους του Δήμου; Γιατί, αφού εντοπίζεται η ανάγκη και «υπάρχει δουλειά», δεν επιλέγουν να προσλάβουν έναν άνεργο νέο της περιοχής να την περατώσει, ώστε και να βοηθήσουν στη μείωση της ανεργίας και παράλληλα να δοθεί κίνητρο σε ένα άνθρωπο να παραμείνει και να βιοποριστεί με αξιοπρέπεια στον τόπο του (που ερημώνει); Και κυρίως, αν οι εργασίες αυτές γίνονται από «εθελοντές», ποια ακριβώς η χρήση των ανταποδοτικών τελών, τα οποία ως γνωστόν εισπράττονται ώστε να ανταποδίδονται στους δημότες υπηρεσίες όπως η καθαριότητα των δημόσιων χώρων;
Υ.γ2 Πιθανό το δοκίμιο αυτό να προξενήσει έριδες, διαφωνίες, αντιδράσεις και σχόλια αφού το περιεχόμενό του συγκρούεται με βαθιά ριζωμένες κοινωνικές νόρμες. Σαν συγγραφέας του κειμένου αυτού θα δεχτώ οποιαδήποτε γόνιμη κριτική απέναντί του. Δεν είμαι όμως διατεθειμένος να απαντήσω σε λαϊκίστικα σχόλια και ανόητες ερωτήσεις που μόνο σκοπό έχουν να δημιουργήσουν εντυπώσεις.