Οι Αγγλοι βαυκαλίζονται ότι είναι ελεύθεροι. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν εκλέγουν τους βουλευτές τους. Αμέσως μετά επιστρέφουν στις αλυσίδες και την ανυπαρξία τους.
Ζαν Ζακ Ρουσό
«Εφτασε η στιγμή που οι ελίτ πρέπει να εξεγερθούν απέναντι στις αμαθείς μάζες», τιτλοφορούσε πολυσέλιδη ανάλυσή του το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy.
Το κείμενοι έφερε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Τζέιμς Τράουμπ, αρθρογράφου μεταξύ άλλων των New York Times και του περιοδικού New Yorker αλλά και μέλους του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ.
Μετά το σοκ του τίτλου το περιεχόμενο ήταν αναμενόμενο: «Οι δυνάμεις του Brexit», έγραφε ο Τράουμπ, «κέρδισαν επειδή ορισμένοι κυνικοί πολιτικοί ηγέτες ήταν έτοιμοι να υποταχθούν στην παράνοια των ψηφοφόρων τους. Είναι απαραίτητο να πούμε», συνέχιζε ο γνωστός σχολιαστής, «ότι οι άνθρωποι παραπλανώνται και ο στόχος της ηγεσίας είναι να τους απομακρύνουν από την πλάνη».
«Μήπως είναι αυτό ελιτισμός;», αναρωτιόταν ο ίδιος, για να δώσει αμέσως την απάντηση στο ρητορικό του ερώτημα:
«Πιθανότατα είναι… γιατί έχει φτάσει να αποτελεί ελιτισμό να πιστεύουμε στη λογική, την τεχνογνωσία και τα μαθήματα της Ιστορίας. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, η παράταξη που αποδέχεται την πραγματικότητα πρέπει να προετοιμαστεί να αναλάβει τον έλεγχο της παράταξης που αρνείται την πραγματικότητα».
Πόσο διαφορετικά ηχούν αυτές οι προτάσεις από τα μηνύματα που έστελναν οι ίδιοι αρθρογράφοι πριν από περίπου 25 χρόνια, όταν οι θεωρίες περί του τέλους της Ιστορίας υπόσχονταν την ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας.
Σήμερα καθώς ο καπιταλισμός αδυνατεί να ξανασταθεί στα πόδια του και ενώ το εγχείρημα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης βρίσκεται στο στόχαστρο των λαών της Ευρώπης και της Αμερικής, η δημοκρατία μετατρέπεται στον απόλυτο εχθρό.
Η μάχη ξεκινά με πρόσχημα τον κίνδυνο επικράτησης ανθρώπων όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ στην Αγγλία, ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και η Μαρίν Λεπέν στο Παρίσι – πολιτικοί δηλαδή που αποθεώθηκαν από το ίδιο οικονομικό και μιντιακό κατεστημένο που σήμερα τους παρουσιάζει ως απειλή για την οποία αξίζει να θυσιάσουμε τη δημοκρατία.
Σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η ολομέτωπη επίθεση απέναντι στο δικαίωμα των πολιτών να εκφράζουν τη βούλησή τους –έστω και με την παρωδία δημοκρατίας των εκλογών που πραγματοποιούνται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια– έρχεται με αριστερό και αμεσοδημοκρατικό μανδύα.
«Οι εκλογές είναι επικίνδυνες για τη δημοκρατία», ήταν ο τίτλος σε μακροσκελέστατο άρθρο του Ντέιβιντ βαν Ρέιμπρουκ στη βρετανική εφημερίδα Guardian, λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα του Brexit.
Ο αρθρογράφος χαρακτήριζε συλλήβδην τα δημοψηφίσματα «πρωτόγονες διαδικασίες, που μετατρέπονται σε επικίνδυνα τσεκούρια στα χέρια απογοητευμένων και κακώς πληροφορημένων πολιτών».
Ο Βρετανός σχολιαστής δεν είχε απλώς πρόβλημα με τα δημοψηφίσματα αλλά με κάθε διαδικασία εκλογών.
«Το σύστημα της αντιπροσώπευσης μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων ίσως να ήταν απαραίτητο στο παρελθόν –όταν η επικοινωνία ήταν αργή και οι πληροφορίες περιορισμένες– αλλά δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αλληλοεπιδρούν οι πολίτες σήμερα», διαβάσαμε στο άρθρο του Guardian, το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ζούμε με το «σύνδρομο της δημοκρατικής κόπωσης».
Φαινομενικά η κριτική που ασκούσε ο Ρέιμπρουκ βρίσκεται στον αντίποδα των θέσεων που παρουσίαζε το Foreign Policy.
Εδώ ο συγγραφέας δεν ζητά την κυριαρχία των ελίτ απέναντι στις αμαθείς μάζες (δηλαδή ένα ολιγαρχικό καθεστώς όπως θα το όριζε ο Αριστοτέλης), αλλά την επιστροφή στην Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία.
Ο Ρέιμπρουκ προτείνει την ανάληψη εξουσιών από μικρές ομάδες πολιτών που θα επιλέγονται τυχαία αλλά θα πλαισιώνονται από επιστήμονες και τεχνοκράτες.
Πουθενά στο κείμενο βέβαια δεν διαβάζουμε ποιος θα επιλέγει αυτούς τους τεχνοκράτες και πολύ περισσότερο γιατί αυτοί οι «ειδικοί», που παρουσιάζονται σαν κάτοχοι της μιας και μοναδικής αλήθειας, θεωρούνται πολιτικά ουδέτεροι: Και αν αυτοί οι «ειδικοί» είναι καθηγητές πανεπιστημίου που μπορεί συμπτωματικά να ζουν από επιδοτούμενα προγράμματα της Ε.Ε. (λέμε τώρα).
Το πραγματικό πρόβλημα στις θέσεις του Ρέιμπρουκ βέβαια δεν είναι τόσο το περιεχόμενό τους όσο ο χρόνος της παρουσίασής τους.
Η ανάθεση της εκτελεστικής εξουσίας σε τυχαία επιλεγμένους, αιρετούς πολίτες είναι πράγματι μια ριζοσπαστική απάντηση για τα προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Σε τελική ανάλυση όμως το άγχος που βαραίνει τον συγγραφέα δεν είναι πώς θα θριαμβεύσει η δημοκρατία, αλλά πώς θα αποφευχθεί ένα ακόμη «λάθος», όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει το Brexit.
Ξεκινώντας από εντελώς διαφορετική αφετηρία από τον συντηρητικό λόγο του Τζέιμς Τράουμπ στο Foreign Policy, o Ρέιμπρουκ καταπιάνεται με το ίδιο ερώτημα: Πώς θα διορθώσουμε ένα εκλογικό σώμα που ψηφίζει «λάθος».
Αυτό που και οι δύο σχολιαστές παραλείπουν να σημειώσουν βέβαια είναι ότι αυτοί που ψήφισαν «λάθος» ανήκουν σε διαφορετική τάξη από τους ίδιους.
Και ο πόλεμος που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πλήρη εξέλιξη δεν είναι ο πόλεμος των ιδεών αλλά ο πόλεμος των τάξεων.
«Εφτασε η στιγμή που οι ελίτ πρέπει να εξεγερθούν απέναντι στις αμαθείς μάζες», τιτλοφορούσε πολυσέλιδη ανάλυσή του το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy.
Το κείμενοι έφερε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Τζέιμς Τράουμπ, αρθρογράφου μεταξύ άλλων των New York Times και του περιοδικού New Yorker αλλά και μέλους του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ.
Μετά το σοκ του τίτλου το περιεχόμενο ήταν αναμενόμενο: «Οι δυνάμεις του Brexit», έγραφε ο Τράουμπ, «κέρδισαν επειδή ορισμένοι κυνικοί πολιτικοί ηγέτες ήταν έτοιμοι να υποταχθούν στην παράνοια των ψηφοφόρων τους. Είναι απαραίτητο να πούμε», συνέχιζε ο γνωστός σχολιαστής, «ότι οι άνθρωποι παραπλανώνται και ο στόχος της ηγεσίας είναι να τους απομακρύνουν από την πλάνη».
«Μήπως είναι αυτό ελιτισμός;», αναρωτιόταν ο ίδιος, για να δώσει αμέσως την απάντηση στο ρητορικό του ερώτημα:
«Πιθανότατα είναι… γιατί έχει φτάσει να αποτελεί ελιτισμό να πιστεύουμε στη λογική, την τεχνογνωσία και τα μαθήματα της Ιστορίας. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, η παράταξη που αποδέχεται την πραγματικότητα πρέπει να προετοιμαστεί να αναλάβει τον έλεγχο της παράταξης που αρνείται την πραγματικότητα».
Πόσο διαφορετικά ηχούν αυτές οι προτάσεις από τα μηνύματα που έστελναν οι ίδιοι αρθρογράφοι πριν από περίπου 25 χρόνια, όταν οι θεωρίες περί του τέλους της Ιστορίας υπόσχονταν την ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας.
Σήμερα καθώς ο καπιταλισμός αδυνατεί να ξανασταθεί στα πόδια του και ενώ το εγχείρημα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης βρίσκεται στο στόχαστρο των λαών της Ευρώπης και της Αμερικής, η δημοκρατία μετατρέπεται στον απόλυτο εχθρό.
Η μάχη ξεκινά με πρόσχημα τον κίνδυνο επικράτησης ανθρώπων όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ στην Αγγλία, ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και η Μαρίν Λεπέν στο Παρίσι – πολιτικοί δηλαδή που αποθεώθηκαν από το ίδιο οικονομικό και μιντιακό κατεστημένο που σήμερα τους παρουσιάζει ως απειλή για την οποία αξίζει να θυσιάσουμε τη δημοκρατία.
Σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η ολομέτωπη επίθεση απέναντι στο δικαίωμα των πολιτών να εκφράζουν τη βούλησή τους –έστω και με την παρωδία δημοκρατίας των εκλογών που πραγματοποιούνται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια– έρχεται με αριστερό και αμεσοδημοκρατικό μανδύα.
«Οι εκλογές είναι επικίνδυνες για τη δημοκρατία», ήταν ο τίτλος σε μακροσκελέστατο άρθρο του Ντέιβιντ βαν Ρέιμπρουκ στη βρετανική εφημερίδα Guardian, λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα του Brexit.
Ο αρθρογράφος χαρακτήριζε συλλήβδην τα δημοψηφίσματα «πρωτόγονες διαδικασίες, που μετατρέπονται σε επικίνδυνα τσεκούρια στα χέρια απογοητευμένων και κακώς πληροφορημένων πολιτών».
Ο Βρετανός σχολιαστής δεν είχε απλώς πρόβλημα με τα δημοψηφίσματα αλλά με κάθε διαδικασία εκλογών.
«Το σύστημα της αντιπροσώπευσης μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων ίσως να ήταν απαραίτητο στο παρελθόν –όταν η επικοινωνία ήταν αργή και οι πληροφορίες περιορισμένες– αλλά δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αλληλοεπιδρούν οι πολίτες σήμερα», διαβάσαμε στο άρθρο του Guardian, το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ζούμε με το «σύνδρομο της δημοκρατικής κόπωσης».
Φαινομενικά η κριτική που ασκούσε ο Ρέιμπρουκ βρίσκεται στον αντίποδα των θέσεων που παρουσίαζε το Foreign Policy.
Εδώ ο συγγραφέας δεν ζητά την κυριαρχία των ελίτ απέναντι στις αμαθείς μάζες (δηλαδή ένα ολιγαρχικό καθεστώς όπως θα το όριζε ο Αριστοτέλης), αλλά την επιστροφή στην Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία.
Ο Ρέιμπρουκ προτείνει την ανάληψη εξουσιών από μικρές ομάδες πολιτών που θα επιλέγονται τυχαία αλλά θα πλαισιώνονται από επιστήμονες και τεχνοκράτες.
Πουθενά στο κείμενο βέβαια δεν διαβάζουμε ποιος θα επιλέγει αυτούς τους τεχνοκράτες και πολύ περισσότερο γιατί αυτοί οι «ειδικοί», που παρουσιάζονται σαν κάτοχοι της μιας και μοναδικής αλήθειας, θεωρούνται πολιτικά ουδέτεροι: Και αν αυτοί οι «ειδικοί» είναι καθηγητές πανεπιστημίου που μπορεί συμπτωματικά να ζουν από επιδοτούμενα προγράμματα της Ε.Ε. (λέμε τώρα).
Το πραγματικό πρόβλημα στις θέσεις του Ρέιμπρουκ βέβαια δεν είναι τόσο το περιεχόμενό τους όσο ο χρόνος της παρουσίασής τους.
Η ανάθεση της εκτελεστικής εξουσίας σε τυχαία επιλεγμένους, αιρετούς πολίτες είναι πράγματι μια ριζοσπαστική απάντηση για τα προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Σε τελική ανάλυση όμως το άγχος που βαραίνει τον συγγραφέα δεν είναι πώς θα θριαμβεύσει η δημοκρατία, αλλά πώς θα αποφευχθεί ένα ακόμη «λάθος», όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει το Brexit.
Ξεκινώντας από εντελώς διαφορετική αφετηρία από τον συντηρητικό λόγο του Τζέιμς Τράουμπ στο Foreign Policy, o Ρέιμπρουκ καταπιάνεται με το ίδιο ερώτημα: Πώς θα διορθώσουμε ένα εκλογικό σώμα που ψηφίζει «λάθος».
Αυτό που και οι δύο σχολιαστές παραλείπουν να σημειώσουν βέβαια είναι ότι αυτοί που ψήφισαν «λάθος» ανήκουν σε διαφορετική τάξη από τους ίδιους.
Και ο πόλεμος που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πλήρη εξέλιξη δεν είναι ο πόλεμος των ιδεών αλλά ο πόλεμος των τάξεων.