Ο στόχος είναι να ακυρωθεί κάθε ενοχλητικό πρόσωπο και να αποθαρρυνθεί κάθε επόμενο, ενώ ταυτοχρόνως, η επίδραση στον επαγγελματικό χώρο καθίσταται καταλυτική.
Έχουμε αναφερθεί και σε προηγούμενα άρθρα στα ζητήματα δημοκρατίας στη λεγόμενη Δύση ή για να είμαστε σαφέστεροι, στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Στην κουλτούρα των πρώην αποικιακών (και νυν, σε αποδρομή, νέο- αποικιακών) δυνάμεων, η έννοια της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, από τη γαλλική επανάσταση ακόμα, εδράζεται και σε μια ρατσιστική διαίρεση: δημοκράτης παύεις να είσαι, αν περιορίσεις πέραν ενός σημείου τα δικαιώματα των δικών σου πολιτών και ιδίως, των λευκών, μεσοαστών και μεγαλοαστών πολιτών σου.
Η ανοχή στους περιορισμούς γίνεται μεγαλύτερη όσο πηγαίνουμε προς τις φτωχότερες τάξεις και στους μη λευκούς πολίτες μας– εσωτερική αποικιοποίηση- και δεν προσμετρώνται καθόλου, ούτε και μας αφορούν, οι καταπατήσεις των δικαιωμάτων των ξένων, από τις πρώην πλέον, αποικίες.
Σε συνθήκες παρακμής της «Δύσης» και παγκόσμιας αντιπαράθεσης, αυτή η ρατσιστική διαιρετική τομή δεν μπορεί παρά να θολώνει. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην περίπτωση Assange, η οποία φέρνει κατ’ ουσία το μοντέλο Γκουαντανάμο, μέσα στα δυτικά, ποινικά συστήματα, δεδομένου ότι έχουμε μια εξοντωτική με βιολογικούς όρους, αέναη, διοικητική κράτηση, χωρίς να έχει συντελεστεί κανένα πραγματικό αδίκημα.
Μιλούμε επιπλέον και μεταξύ πολλών άλλων, σχετικών γεγονότων, για την αποκάλυψη του ιστοτόπου Grayzone, ως προς το πώς, το BBC και οι αγγλικές (τουλάχιστον) μυστικές υπηρεσίες, συνεργάστηκαν προκειμένου να καταστρέψουν την αξιοπιστία πανεπιστημιακών, οι οποίοι δεν προσχώρησαν στην καθεστωτική προσέγγιση, στον πόλεμο στην Ουκρανία. Δε μιλούμε μάλιστα για πανεπιστημιακούς με φιλορωσική προσέγγιση, αλλά για οποιονδήποτε δεν αναπαράγει πιστά την καθεστωτική προπαγάνδα.
Αντίστοιχες πρακτικές βλέπουμε παντού στη Δύση και στα καθ’ ημάς. Πρόκειται για συνεργασία μυστικών υπηρεσιών και καθεστωτικών ΜΜΕ, προκειμένου μέσα από ολοκληρωτικά ψεύδη και προσεκτικά χειραγωγημένες πληροφορίες και ειδήσεις, να πληγεί η πανεπιστημιακή αλλά και προσωπική αξιοπιστία του όποιου αντιφρονούντα, ούτως ώστε τελικώς να ακυρωθεί συνολικά, ως προσωπικότητα. Ο στόχος είναι να ακυρωθεί κάθε ενοχλητικό πρόσωπο και να αποθαρρυνθεί κάθε επόμενο, ενώ ταυτοχρόνως, η επίδραση στον επαγγελματικό χώρο καθίσταται καταλυτική. Με άλλα λόγια, έχουμε μια «ψυχιατρικοποίηση» της άλλης άποψης, με έμμεσους τόπους.
Φαινόμενα δε, στράτευσης δήθεν αριστερών, όπως ο Paul Mason, στο κατεστημένο, είναι εύγλωττα. Η διείσδυση στην αριστερά (ή καλύτερα, «αριστερά» όπως αποδεικνύεται) στο δικαιωματικό χώρο και στους δήθεν αριστερούς διανοουμένους είναι κομβική.
Τα πράγματα φαινόταν πού πήγαιναν ήδη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν και αποδείχτηκε, ότι η διείσδυση των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών στο κόμμα των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, εν πολλοίς ευθύνεται για την ανατροπή αλλά και για τη δυσφήμιση του Τζέρεμι Κόρμπιν και του κύκλου του. Το θανάσιμο αμάρτημα του Κόρμπιν ήταν ότι κατέκρινε το κράτος – απαρτχάιντ του Ισραήλ. Κατόπιν εξαπολύθηκε ένα κυνήγι μαγισσών, περί δήθεν αντισημιτισμού μέσα στους Εργατικούς, το οποίο οδήγησε σε πλήρη επικράτηση της δεξιάς, προσκείμενης στο κράτος του Ισραήλ και στο νεοφιλελευθερισμό, πτέρυγας.
Όπως στο Middle East Eye, δηλώνει ο Geoffrey Bindman, δικηγόρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέλος των Εργατικών και Εβραίος, αντισημιτισμός είναι η «εχθρότητα ή προκατάληψη εναντίον των Εβραίων ως Εβραίων… Δυστυχώς, αυτό που έχει παρεισφρήσει στην έννοια του αντισημιτισμού είναι η ιδέα της εχθρότητας προς το κράτος του Ισραήλ, και αυτό νομίζω ότι αναπτύχθηκε μάλλον κυνικά από ανθρώπους που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της ισραηλινής κυβέρνησης, με σκοπό την καταστολή της κριτικής για τις πολιτικές του Ισραήλ και τη μεταχείριση των Παλαιστινίων».
Αυτή η χειραγώγηση και διαστροφή των εννοιών, από τους κατάλληλους, υπεράνω κάθε υποψίας ανθρώπους («αριστερούς», «προοδευτικούς» δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς) σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός συμπλέγματος ΜΜΕ- μυστικών υπηρεσιών και μεγάλων χορηγών, έχει διαμορφώσει το πλαίσιο ακύρωσης κάθε διαφωνούντος.
Επιπλέον, η επιβολή μιας κρισιακής διακυβέρνησης ως κυρίαρχου μοντέλου (διαρκείς κρίσεις, διαρκώς ανανεωνόμενες), χωρίς καν την ανάγκη να κηρύσσεται επισήμως κατάσταση εξαίρεσης (με κομβικό σημείο τη διαχείριση της πανδημίας) χάρη στο παραπάνω σύμπλεγμα, με αναστολή του δημοκρατικού ελέγχου και με στοχοποίηση της εκφοράς λόγου από πλευράς του πολίτη, στο όνομα του πολέμου εναντίον του λαϊκισμού, τείνει να διαμορφώσει το μοντέλο του πολίτη- υπηκόου με διαρκώς ανανεωνόμενη εμπιστοσύνη στο κάθε επιμέρους, ιερατείο ειδικών, του οποίου τις υπηρεσίες νοικιάζει το κατεστημένο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συζήτηση για το αν έχουμε θανάτους από Covid-19 ή θανάτους με Covid-19. Όταν πρώτο- τέθηκε στο ζήτημα, εξορίστηκε στη σφαίρα των «ψεκασμένων». Τώρα, το θέτει χωρίς ίχνος ντροπής, κάθε αντί- λαϊκιστική κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της.
Δεν πρέπει λοιπόν να μας παραξενεύει το ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, ανοίγει δρόμους, μιλώντας για διαρκείς παρακολουθήσεις, οποιασδήποτε και οποιουδήποτε, απλώς και μόνο με την επίκληση του εθνικού συμφέροντος και με πρόθυμη παρακαθήμενη της εκτελεστικής λειτουργίας, τη δικαστική.
Ούτε πρέπει να μας παραξενεύει, ότι ακόμα και οι εγνωσμένα καθεστωτικοί πολιτικοί δρώντες, πέφτουν θύματα του συστήματος εξουσίας του βιοπολιτικού ελέγχου. Άλλωστε, τέτοιες μικροπολιτικές αξιοποιήσεις του ευρύτερου πλαισίου ελέγχου, πάντα λαμβάνουν χώρα, προκειμένου να εκκρεμεί κάποιος εκβιασμός ως δυνατότητα πολιτικού ελέγχου.
Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ότι η ρατσιστική τομή, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή του άρθρου, μετατοπίζεται προς το κέντρο των κοινωνιών μας, με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους, όσο το κατεστημένο γίνεται ολοένα περισσότερο, ανασφαλές. Στην Ελλάδα αυτά δε μας είναι άγνωστα, παρότι τις τελευταίες δεκαετίες επιλέξαμε να τα ξεχάσουμε. Στην υπόλοιπη ΕΕ θα τα μάθουν από την αρχή, μετά από δεκαετίες αστικού φιλελευθερισμού, εντός ή εκτός εισαγωγικών.
Ο Θέμης Τζήμας είναι δικηγόρος, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε διεθνή συνέδρια και σε νομικές επιθεωρήσεις και έχει συμμετάσχει σε διάφορες διεθνείς αποστολές.