«Αντί λοιπόν να επιβάλλω κάτι σε όλους, επέλεξα να εμπιστευτώ όλους», είπε ο Μητσοτάκης παίρνοντας πίσω το υποχρεωτικό ράπιντ τεστ για τους εμβολιασμένους.
Βασικό γνώρισμα της δημοκρατίας, σημείωνε ο Λεφόρ, είναι η απο-ενσάρκωσή της. Στη δημοκρατία η εξουσία δεν ταυτίζεται με κάποιο σώμα, όπως του βασιλιά ή του αυτοκράτορα σε προηγούμενα καθεστώτα.
Ο Μητσοτάκης έχει βαλθεί να εξαλείψει αυτή τη διάκριση. Φέρεται ως αν η εξουσία του να πηγάζει απευθείας από τον εαυτό του και όχι από την ιδιότητα του πρωθυπουργού.
Μια ιδιότητα που απλώς φέρει για περιορισμένο χρονικό διάστημα και κατόπιν εντολής του μοναδικού, υποτίθεται, κυρίαρχου: του λαού.
Με το επιτελικό κράτος, ο Μητσοτάκης συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του, ακυρώνοντας ή υποβαθμίζοντας τις ενδιάμεσες βαθμίδες διακυβέρνησης.
Τα απανωτά διαγγέλματα, αλλά και ο λόγος που συστηματικά διατυπώνει, ο οποίος παραπέμπει σε προνεωτερικό ηγεμόνα, επικυρώνουν και συμβολικά αυτή την υπερσυγκέντρωση: Αυτός παίρνει μέτρα, Αυτός αναστέλλει ελευθερίες, Αυτός τις επαναφέρει.
Στο καθεστώς Μητσοτάκη οι ονομαστικές διαδικασίες της δημοκρατίας παραμένουν, έχουν όμως εκκενωθεί από το περιεχόμενό τους.
Τα ΜΜΕ λιβανίζουν νυχθημερόν τον Μητσοτάκη, αντί να ελέγχουν την κυβέρνησή του, οι εκλογές έχουν απλώς τυπικό χαρακτήρα αφού οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούν την τεράστια δημοφιλία και τη συντριπτική υπεροχή του.
Το κράτος είναι ο Μητσοτάκης, ο Μητσοτάκης είναι το κράτος. Οι δε πολίτες έχουν εκπέσει σε υπήκοοι, τους οποίους Εκείνος επιλέγει να εμπιστευτεί, αντί να τους περιορίσει.
Οι υπήκοοι δεν έχουν δικαιώματα, ούτε ελευθερίες. Μπορούν να έχουν μόνο αδειοδότηση από τον ηγεμόνα – κηδεμόνα τους, για να κάνουν ορισμένα πράγματα – να πάνε πχ. σε ένα εστιατόριο τα Χριστούγεννα.
Αρκεί φυσικά να μην υπερβούν τα όρια αυτής της αδειοδότησης, να μην καταχραστούν την εμπιστοσύνη Του.
Διαφορετικά, ο Μητσοτάκης θα αναγκαστεί να τους τιμωρήσει, όπως ένας αυστηρός, αλλά υπεύθυνος Πατερούλης.