Η δημοφιλής βουλευτής Σάρα Βάγκενκνεχτ για τη «Φιλελεύθερη Αριστερά»
Λίγους μήνες πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές στην «βαθιά διχασμένη» Γερμανία, όπου για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες όλα παραμένουν ασαφή ακόμα και για τα πρόσωπα που θα διεκδικήσουν την καγκελαρία στην μεταμερκελική εποχή, κυκλοφόρησε ένα συναρπαστικό όσο και προκλητικό βιβλίο με ανατρεπτικό πολιτικό περιεχόμενο. Ο τίτλος του είναι «Οι αυτοδίκαιοι» (Die Selbstgerechten) και συγγραφέας η πλέον δημοφιλής βουλευτής της γερμανικής «Αριστεράς» (die LINKE) Σάρα Βάγκενκνεχτ. Μιας αναγνωρισμένης πολιτικής προσωπικότητας με αποδοχή και πέρα από την Αριστερά, η οποία όμως εδώ και αρκετά χρόνια παραμένει εκτεθειμένη σε εκστρατείες εκφοβισμού, λασπολογίας, ακόμη και ρητορικές μίσους από μεγάλα τμήματα της δικής της παράταξης.
Όπως αναμένονταν, από πριν αλλά και από την πρώτη κιόλας ημέρα της κυκλοφορίας του το βιβλίο προκάλεσε εσωτερικές «αναταράξεις» στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και έναν «έντονο», διαπαραταξιακό διάλογο που έχει μάλιστα στοιχεία σφοδρής αντιπαράθεσης. Κι αυτό γιατί εκτός από ένα άκρως ενδιαφέρον «θεωρητικό – προγραμματικό μανιφέστο», με αναφορές, προτάσεις και ιδέες πολύ πιο πέρα από τα στενά όρια της Αριστεράς, είναι κι ένα ενδο-αριστερό, ιδεολογικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» – με εναρκτήριο ορόσημο το κίνημα του ΄68, οπότε ξεκίνησε και η «αριστερή αποξένωση από την εργατική τάξη». Σε κάποια σημεία μάλιστα θυμίζει αντιπαλότητες του γερμανικού Μεσοπολέμου μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Κομμουνιστών.
«Λάιτ-στάιλ» Αριστεροί
Το βιβλίο δεν διέπεται όμως μόνο από μια ξεκάθαρη «λογική της σύγκρουσης» μεταξύ μιας, ούτως ειπείν, «παραδοσιακής» μαρξιστικής Αριστεράς με τους μεταμοντέρνους «Λάιτ-στάιλ» αριστερούς των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που επικεντρώνοντας τη σκέψη τους σε ατομικιστικές και κοσμοπολίτικες αξίες άλλαξαν στρατόπεδο και τώρα συγκαταλέγονται στον ευρύτερο χώρο των προνομιούχων, παγκοσμιοποιημένων ελίτ. Αλλά και γιατί η συγγραφέας θεωρεί ότι παρεξηγημένες έννοιες όπως «ταυτότητα» ( Identitat) «πατρίδα» (Heimat), «παράδοση» (Tradition) και «έθνος» (Nation) αφορούν και ανθρώπους με αριστερή ιδεολογία.«Φιλελεύθερη Αριστερά»
Με ιδιαίτερα αυστηρούς τόνους καταγγέλλεται η υποβάθμιση κατά τις τελευταίες δεκαετίες μιας παραδοσιακής «κουλτούρας διαλόγου» με ευθύνη κυρίως της λεγόμενης «Φιλελεύθερης Αριστεράς». Εκείνο το (διακομματικό) αφήγημα της εποχής μας το οποίο, κατά την Βάγκενκνεχτ, κυριαρχεί, αφού κατάφερε να υποσκελίσει ακόμα και τον «Νεοφιλελευθερισμό», και το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι «ούτε αριστερό», ούτε «φιλελεύθερο». Στη θέση μιας έντιμης ιδεολογικής αντιπαράθεσης ο «Αριστερός Φιλελευθερισμός» επέβαλλε την «κουλτούρα της ακύρωσης» (“cancel culture”). Σε αντίθεση μάλιστα με τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό, που υποστηρίζει την νομική ισότητα, ο «Αριστερός Φιλελευθερισμός» επιμένει σε περίεργες ποσοστώσεις και ποικιλομορφίες, και κατ΄ επέκταση στην άνιση μεταχείριση διαφορετικών ομάδων.Προωθώντας τον ατομικισμό και τον κοσμοπολιτισμό ο «Αριστερός Φιλελευθερισμός» ενσωματώνει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική σε μια αφήγηση η οποία θεωρεί «ξεπερασμένα τον εθνικό απομονωτισμό και επαρχιωτισμό». Έτσι όμως, επισημαίνει η Βάγκενκνεχτ, ο «Αριστερός Φιλελευθερισμός» «εκπληρώνει τη λειτουργία της σταδιακής επανερμηνείας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού». Αυτό ακριβώς όμως είναι που οδηγεί στην αρνητική στάση των μη προνομιούχων πολιτών απέναντι στην «αριστερή-φιλελεύθερη» αφήγηση, η οποία θεωρεί την επίθεση στα κοινωνικά τους δικαιώματα ως «προοδευτικό εκσυγχρονισμό». Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, η Βάγκενκνεχτ διαπιστώνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η «αριστερή-φιλελεύθερη» μισαλλοδοξία και η ακροδεξιά ρητορική μίσους αποτελούν πλέον «συγκοινωνούντα δοχεία».
Η «πολιτική των ταυτοτήτων»
Η Βάγκενκνεχτ καταδικάζει απερίφραστα και την «πολιτική των ταυτοτήτων» της «Φιλελεύθερης Αριστεράς», καθότι αυτή «οδηγεί στο ότι εστιάζουμε την προσοχή μας σε όλο και μικρότερες και όλο σε πιο παράξενες μειοψηφίες, οι οποίες βρίσκουν κάθε φορά την ταυτότητά τους σε κάποια ιδιοτροπία, μέσω της οποίας διαφοροποιούνται από την κοινωνία της πλειοψηφίας και από την οποία (ιδιοτροπία) απορρέει η απαίτηση να θεωρούνται θύματα».Αντί να επικεντρώνεται στο ζήτημα της κατανομής της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ισχύος, που καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις, η «πολιτική των ταυτοτήτων» εστιάζει στα ατομικά χαρακτηριστικά, όπως η εθνικότητα, το χρώμα του δέρματος και ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Όμως αυτός ο διαχωρισμός στη βάση εθνοτικών ομάδων ή σεξουαλικών προτιμήσεων προκαλεί μια αξεπέραστη αντίθεση μεταξύ μειονοτήτων και πλειοψηφίας στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι να καταστρέφονται έτσι η αλληλεγγύη και η κοινωνική συνοχή και να υποβαθμίζονται οι κοινωνικοί αγώνες για δίκαιους μισθούς, ασφάλεια, κοινωνική πρόνοια και δημοκρατική συμμετοχή.
Σαν κλασσικό παράδειγμα αναφέρεται η «εξιδανίκευση της μετανάστευσης» από την επικρατούσα αριστερά-φιλελεύθερη αφήγηση και η αγνόηση της πραγματικότητας, όπως για παράδειγμα στα πολυπολιτισμικά σχολεία, στα επιδόματα ή στον ανταγωνισμό για την εξεύρεση κατοικίας και εργασίας. Για την Βάγκενκνεχτ η στοχευμένη εισαγωγή μεταναστών σαν φτηνών εργατών αποτελεί μια «νεοφιλελεύθερη στρατηγική» για προμελετημένο ντάμπινγκ των μισθών και για την αποδυνάμωση του εργατικού δυναμικού, που δεν αποκλείουν επικίνδυνες αντιπαραθέσεις μεταξύ εργαζομένων και μάλιστα με εντελώς διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Υπέρ του έθνους-κράτους, για μια διαφορετική Ευρωπαϊκή Ένωση
Σημαντική παράμετρος στην επιχειρηματολογία της Βάγκενκνεχτ παραμένει το έθνος-κράτος, που το θεωρεί ως «το μόνο μέσο που έχουμε προς το παρόν στη διάθεσή μας για να συγκρατηθούν οι αγορές, για την κοινωνική ισότητα και να διαχωριστούν ορισμένοι τομείς από την εμπορευματική λογική». Έτσι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το αφήγημα της «Φιλελεύθερης Αριστεράς» για το επερχόμενο τέλος του έθνους-κράτους και την απαραίτητη διάλυσή του σε υπερεθνικές δομές, ακόμη και για μια παγκόσμια διακυβέρνηση.Για την Βάγκενκνεχτ, η υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας και η μετατόπιση των αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικό επίπεδο, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, μπορεί να πραγματοποιηθεί όμως μόνο με τίμημα την αποδόμηση των δημοκρατικών θεσμών, καθώς οποιαδήποτε παραίτηση από την εθνική κυριαρχία συνδέεται αναπόφευκτα με την δέσμευση για νεοφιλελευθερισμό και συνακόλουθα με κοινωνική διάλυση.
Στο πλαίσιο αυτό η Βάγκενκνεχτ προτείνει την αναδιαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια συνομοσπονδία κυρίαρχων δημοκρατιών με σημαντικότερο όργανο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αναφέρεται επίσης ρητά στην ιδέα ενός κοινού συστήματος ασφαλείας των χωρών του ΝΑΤΟ, όπου θα συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε και η Ρωσία.
Τα παραπάνω αποτελούν μόνο κάποια από τα ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου της Βάγκενκνεχτ, όπου υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες απόψεις για την από-παγκοσμιοποίηση, την αποδοχή της αποδοτικότητας ή το ψηφιακό μας μέλλον. Σε κάθε περίπτωση πάντως επισημαίνεται ότι στις ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζονται τελευταία όλο και περισσότεροι διανοούμενοι που αντιστέκονται στον μεταμοντέρνο φασισμό του δικαιωματισμού και της πολιτικής ορθότητας που προβάλει η παγκοσμιοποιημένη «Φιλελεύθερη Αριστερά». Μια μετάφραση αυτού του βιβλίου στα ελληνικά ίσως να αποτελούσε και το έναυσμα να ξεκινήσει επιτέλους ένας τέτοιος διάλογος και στην Ελλάδα, όπου, ως γνωστόν, σε τέτοια ζητήματα υπάρχει «άκρα του τάφου σιωπή.
Βασίλης Στοϊλόπουλος