«Ο θεμελιώδης λόγος που η ελληνική κρίση υπήρξε τόσο παρατεταμένη ήταν η πολύ κακή διαχείρισή της, με τoν ακραίο βαθμό λιτότητας που επιβλήθηκε». Αυτή είναι η ετυμηγορία του Ασόκα Μόντι, επισκέπτη καθηγητή Διεθνούς Οικονομικής Πολιτικής στο Princeton, πρώην υποδιευθυντή του ευρωπαϊκού τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ενός από τους πιο εύγλωττους επικριτές των πολιτικών της τρόικας, στην Ελλάδα και αλλού. Ο Μόντι, που έχει εκφράσει τις θέσεις αυτές στο νέο του βιβλίο, «Euro Tragedy: A Drama in Nine Acts» (Oxford University Press), μίλησε στην «Κ» για τα λάθη που επιδείνωσαν την ελληνική κρίση, τους υπαίτιους και τις ευθύνες που δεν αποδόθηκαν.
Η πηγή των δεινών, για πολλούς, ήταν η απόφαση το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης να μη συνδυαστεί με «κούρεμα» του χρέους. Υπήρχαν, μάλιστα, τότε ισχυρές φωνές εντός του ΔΝΤ που αναδείκνυαν το θέμα αυτό. Τι πιστεύει ότι έπρεπε να έχει κάνει το Ταμείο τον Μάιο του 2010;
«Επρεπε να είχε επιμείνει, να έχει κάνει την αναδιάρθρωση όρο συμμετοχής του. Η έκθεση του προσωπικού του Ταμείου το είχε θέσει κάπως χαριτωμένα, ότι το χρέος “είναι βιώσιμο αλλά όχι με υψηλό βαθμό βεβαιότητας”. Αυτό σήμαινε ότι ήταν βιώσιμο μόνο υπό ένα σενάριο που ήταν μάλλον απίθανο να επαληθευτεί. Σύμφωνα με ορισμένες δημοσιογραφικές αναφορές, μάλιστα, ο ίδιος ο Ντομινίκ Στρος-Καν ήταν υπέρ της αναδιάρθρωσης. Ο λόγος που δεν συνέβη ήταν η ιδεολογική αντίθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – σε αυτήν την περίπτωση υποστηριζόμενης από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Ο Στρος-Καν δεν ήθελε να συγκρουστεί ούτε με τους Ευρωπαίους ούτε με τους Αμερικανούς. Η στάση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών ήταν κρίσιμη – αν η εκπρόσωπος των ΗΠΑ στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ είχε ταχθεί υπέρ της αναδιάρθρωσης, θα είχε συμβεί. Αντ’ αυτού, συντάχθηκε πλήρως με την ευρωπαϊκή οπτική – ο υπουργός Οικονομικών, ο Τιμ Γκάιτνερ, πίστευε ότι δεν πρέπει ποτέ να γίνονται αναδιαρθρώσεις χρέους εν μέσω κρίσης. Ετσι, η συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου στις 9 Μαΐου κατέληξε να είναι απλά μία τυπική διαδικασία. Η συνεδρίαση μάλιστα έκλεισε με τον Τζον Λίπσκι, τον πρώτο αναπληρωτή γενικό διευθυντή του Ταμείου –διορισθέντα από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών– να εκφράζει τη δυσφορία “με όλη αυτήν την κουβέντα περί αναδιάρθρωσης χρεών”».
Η ιδιαιτερότητα
Γιατί η Ελλάδα παρέμεινε στα μνημόνια για τόσο πολύ συγκριτικά με τις υπόλοιπες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης; Η Ιρλανδία, σημειώνει ο Μόντι, είχε ένα οικονομικό μοντέλο που της επέτρεψε να αποφύγει σε σημαντικό βαθμό τις υφεσιακές συνέπειες της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης. Για την Πορτογαλία, που έχει σημαντικές ομοιότητες με την Ελλάδα, παραδέχεται ότι δεν έχει τις βαθύτερες δυνατές γνώσεις. Εκφράζει, ωστόσο, την αίσθησή του ότι τα κατάφερε καλύτερα από τη χώρα μας «για δύο λόγους: γιατί το πολιτικό και οικονομικό της σύστημα ήταν πολύ λιγότερο διεφθαρμένο από το ελληνικό· και επειδή η πορτογαλική φούσκα προ του 2008 ήταν πολύ μικρότερη από την ελληνική».
Πώς σχολιάζει το επιχείρημα ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα (σε σύγκριση με τις άλλες μνημονιακές χώρες) ήταν ότι δεν υπήρχε «ιδιοκτησία» (ownership) των μεταρρυθμίσεων; «Τα προγράμματα του ΔΝΤ όντως πετυχαίνουν μόνο όταν υπάρχει “ιδιοκτησία”. Το ερώτημα είναι τι ζητήθηκε από τους Ελληνες να “οικειοποιηθούν”. Η αριθμητική της λιτότητας ήταν αδυσώπητη, βάναυση. Και η επίδρασή της στο ΑΕΠ είχε προβλεφθεί με ακρίβεια, σε ανάλυση του Μπλανσάρ [επικεφαλής οικονομολόγου τότε του ΔΝΤ], όπως αποκάλυψε ο Πολ Μπλούνσταϊν στο βιβλίο του “Laid Low”. Ο,τι και να έκαναν οι Ελληνες, με τέτοια επίπεδα λιτότητας δεν θα γλίτωναν την κατάρρευση του ΑΕΠ. Και μετά τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, γιατί η ύφεση οδήγησε σε μη επίτευξη δημοσιονομικών στόχων, που έφερε νέα μέτρα! Το ΔΝΤ τότε δημοσίευσε μελέτες που έδειχναν πόσο κακή ιδέα είναι η επιβολή νέων μέτρων λιτότητας σε συνθήκες ύφεσης, πόσο επιδεινώνει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Κι όμως, το ΔΝΤ συνέχισε να το κάνει στην Ελλάδα, αγνοώντας όλες τις εσωτερικές του μελέτες!»
Ο Μόντι μάλιστα πιστεύει ότι η δημοσιονομική ασφυξία, μέσω του φαινομένου της υστέρησης (hysteresis) έπληξε μακροπρόθεσμα το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, ενώ υπονόμευσε και τις προοπτικές των μεταρρυθμίσεων. «Αναμφίβολα, όταν μία οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, γίνεται πολύ δύσκολο να δημιουργηθούν οι πολιτικές συνθήκες για την υλοποίηση σύνθετων, μακροπρόθεσμων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», σημειώνει. Επιπλέον, εκφράζει σκεπτικισμό για μέρος του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. «Αρκετά μέτρα αφορούσαν την αποδυνάμωση της εργασίας», λέει. «Κι εδώ, υπήρχαν πολλές μελέτες του ΔΝΤ που έλεγαν ότι είναι πολύ κακή ιδέα να μειώνεις τους μισθούς σε περίοδο ύφεσης. Αγνοήθηκαν όμως και αυτές».
Το 2015
Η συζήτηση φτάνει στο 2015. Πώς θεωρεί ότι έπρεπε να χειριστούν διαφορετικά οι πιστωτές τον ΣΥΡΙΖΑ; «Κοιτάξτε, πριν καν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωνε ότι οι εκλογές δεν έχουν σημασία. Στις 31.1.2015, έξι μέρες μετά τις εκλογές, ο Ερκι Λικάνεν, κεντρικός τραπεζίτης της Φινλανδίας, λέει ότι αν η νέα κυβέρνηση δεν υιοθετήσει το πρόγραμμα, η ΕΚΤ θα διακόψει την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Τέσσερις μέρες αργότερα, η ΕΚΤ αποσύρει το waiver [που επέτρεπε στις τράπεζες να δανείζονται φθηνά απευθείας από την ίδια, με ενέχυρο ελληνικά ομόλογα]. Και τον Ιούνιο, οι Ευρωπαίοι κλείνουν τις τράπεζες. Ποιο ήταν το βασικό αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ; Να συνδεθεί η αποπληρωμή του χρέους με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και έτσι να περιοριστεί η επιβαλλόμενη λιτότητα. Οποιονδήποτε καλό οικονομολόγο και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι πρόκειται για μία πολύ λογική θέση εκκίνησης για τη διαπραγμάτευση – σας θυμίζω ότι η Ελλάδα είχε δεσμευθεί τότε να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ. Και αντί η άλλη πλευρά να διαπραγματευθεί, αντί να δώσει στη νέα κυβέρνηση κάποιο χώρο για να αναπνεύσει, υιοθέτησε τη λογική των τελεσιγράφων, του “take it or leave it”».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν μιλούσε μόνο για άμβλυνση της λιτότητας· απέρριπτε σχεδόν το σύνολο των μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων προγραμμάτων, ενώ είχε ταχθεί υπέρ της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Δεν ευθύνεται και η ελληνική κυβέρνηση για το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις; Δεν ήταν οι θέσεις της εκτός πραγματικότητας, και τέτοιες που ήταν επόμενο να προκαλέσουν τη βίαιη αντίδραση των Ευρωπαίων; «Δεν θέλω να υπερασπιστώ το ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά υπήρχε το βασικό αίτημα, που αφορούσε τον περιορισμό της λιτότητας. Επρεπε να είχε γίνει μία προσπάθεια, καλή τη πίστει, να εξηγηθεί στην ελληνική πλευρά ότι δεν μπορούσαν να απορρίψουν το ευρύτερο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά ότι είχαν δίκιο στο βασικό τους αίτημα και ότι θα γινόταν δεκτό».
Ο Μόντι επιπλέον πιστεύει ότι η αποχώρηση της Ελλάδας δεν ήταν ποτέ στο τραπέζι, «γιατί η Αγκελα Μέρκελ είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε να διασπαστεί η Ευρωζώνη επί των ημερών της».
Η επόμενη μέρα
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο ινδικής καταγωγής οικονομολόγος δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας μετά το τέλος των μνημονίων. «Αρκεί να κοιτάξετε την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ στο πλαίσιο του άρθρου 4», λέει. «Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μία παγίδα χαμηλής ανάπτυξης, που σημαίνει χαμηλότερες επενδύσεις, ότι θα συνεχιστεί το κύμα φυγής των μορφωμένων Ελλήνων, με αποτέλεσμα η οικονομική επίδοση της χώρας να χειροτερεύσει ακόμα περισσότερο. Και το Κοινοβούλιο έχει μετατραπεί, για τις επόμενες δεκαετίες, σε ένα σώμα με μόνη αρμοδιότητα να εγκρίνει τυπικά αποφάσεις που έχουν ληφθεί αλλού».
Δημοκρατία και δάνεια
«Η οικονομική αποτυχία στην Ελλάδα ήταν τεραστίων διαστάσεων. Αλλά πάνω από όλα, ήταν μία ιστορική αποτυχία της δημοκρατίας», καταλήγει ο Μόντι. Είναι όμως έτσι; Ανεξαρτήτως της οικονομικής κριτικής για τα προγράμματα, δεν είχαν οι εταίροι της Ελλάδας –οι δημοκρατίες της Ευρωζώνης– το δικαίωμα να θέσουν όρους για τη στήριξη που θα της παρείχαν; Πώς προκύπτει η μομφή για αντιδημοκρατική εκτροπή;
«Υπήρξε αποτυχία της δημοκρατίας στον βαθμό που δεν υπήρξε λογοδοσία», απαντά. «Και υπήρξε αποτυχία σε σχέση με τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ καλείται να επέμβει σε χώρες ως ένας ουδέτερος τεχνοκρατικός σύμβουλος, που θα εφαρμόσει πολιτικές βασισμένες στην τελευταία λέξη της οικονομικής επιστήμης. Η εξουσία κατάρτισης της οικονομικής πολιτικής παραχωρείται στο Ταμείο υπό αυτούς τους όρους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το Ταμείο υπέκυψε στα συμφέροντα των βασικών του μετόχων και δεν ήταν αμερόληπτο».