Με τη συνήθη αυθάδεια όλων των «πτυχιοποιημένων σε κάτι» ημιμαθών – και σε άμεση συνάρτηση με την μεγάλη οπισθοχώρηση της σοβαρής θεωρητικής εκπαίδευσης σε ζητήματα κοινωνίας και ανθρώπου που αναπαράγει αυτήν την ημιμάθεια στα συνήθη κέντρα μεταλυκειακών σπουδών και δημοκρατικής διανομής πτυχίων σε κάθε πικραμένο, που σε πείσμα των καιρών και της πραγματικότητας εξακολουθούν να αποκαλούνται «πανεπιστήμια», κάθε λίγο ή πολύ «κουτσή Μαρία» επιδίδεται με ορθολογικό, όπως νομίζει, πάθος στην έκφραση της μετανεωτερικής «καχυποψίας» της έναντι όχι μόνον κάθε ιεροποίησης των ηθών, εθίμων, τρόπων ζωής και σκέψης του ανθρωπολογικά γνωστού παρελθόντος, αλλά επίσης έναντι πολλών νεότερων θεωρητικών μοντέλων επιστημονικής σκέψης, που συνήθως ούτε γνωρίζει, ούτε καταλαβαίνει.
Για την αποσπασματική, επιφανειακή και ξεχειλωμένη από κομμάτια αχώνευτων πληροφοριών, εγγράμματη και μετανεωτερίζουσα κοινωνική σκέψη, αμφισβητήσιμη και «χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον» θεωρείται συχνά η προσφορά πολλών στοχαστών, που αντιμετώπισαν κριτικά τις ιδεοληψίες περί της αέναης προόδου του δυτικού κόσμου. Για αρκετούς, «ξεπερασμένη» είναι η σκέψη όχι μόνο του Φρόυντ ως πατέρα της ψυχανάλυσης, αλλά ακόμα ανθρωπολόγων όπως ο Λέβι Στρως, κοινωνιολόγων όπως Ντυρκέμ ή ο Μως, γενετικών επιστημολόγων όπως ο Πιαζέ, κοινωνιογενετικών ψυχολόγων όπως ο Βιγκότσκι κλπ. Με λίγη τύχη, λίγο γλύψιμο κάποιες προσεγμένες δημόσιες σχέσεις, ένας τέτοιος τύπος «μορφωμένου και προοδευτικού πολίτη», που έχει άποψη για όλα, αλλά «βαριέται» να διαβάσει ένα κείμενο που έχει πάνω από χίλιες λέξεις, μπορεί άλλωστε κάποτε να γίνει όχι μόνον ακαδημαϊκός, αλλά και βουλευτής, υπουργός, ίσως και πρωθυπουργός κάθε αποικιοκρατούμενης μπανανίας…
Τίποτα το συνταρακτικά καινούργιο σε όλα αυτά: Με ή χωρίς τον συνήθη δουλικό ρεαλισμό στην αποτίμηση των δεδομένων κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων, με ή χωρίς τις νεοφιλελεύθερες μυθολογίες περί του «τέλους των συλλογικών αντιστάσεων» ή ακόμα, του «τέλους της ιστορίας», η εκλογίκευση της υποταγής στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού αποτελεί ψυχολογικά έναν απαραίτητο μηχανισμό συναίνεσης, συμμόρφωσης και συμβιβασμού των ζώντων με οτιδήποτε θα φαινόταν απλώς απαράδεκτο, ίσως και αδιανόητο στο μυαλό των συνηθισμένων «κανονικών» ανθρώπων των προηγούμενων γενεών. Το ίδιο και ο «γενιτσαρισμός»: είναι μια γνωστή μορφή ενθουσιώδους προσχώρησης των υποδουλωμένων συνειδήσεων στις πολιτικά και πολιτισμικά ηγεμονικές κουλτούρες και στις λογικές των εκάστοτε επικυρίαρχων.
Με όλες του τις επιθυμίες να διακριθεί κοινωνικά και ταυτόχρονα να μείνει προσαρμοσμένος στις χρηστοήθειες του «πνεύματος της εποχής», ο συνήθης αγχωτικός ή χαζοχαρούμενος προοδευτικός ιδιώτης, ως «αντικομφορμιστής» μεν δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι απορρίπτει «όλα τα στερεότυπα του παρελθόντος».
Έχει διαμορφωθεί πλέον και στην Ελλάδα μια νέα κοινή γνώμη γεμάτη εν δυνάμει ελιτοποιημένους «ιδιώτες με άποψη»Ταυτόχρονα όμως αυτός ο μόνιμος καινοτόμος και εν δυνάμει ριζοσπάστης, άκριτα και απόλυτα, με τον δουλικό κομφορμισμό του κάθε πολιτικά και πολιτισμικά αποικιοκρατούμενου στις ηγεμονικές φιλελευθερο-ελευθεριακές ιδεοληψίες, υιοθετεί όλα τα αγοραία στερεότυπα του μετανεωτερικού παρόντος. Έτσι, όταν ένας συνηθισμένος «μέσος» πολίτης, ένας «λαϊκός» ας πούμε άνθρωπος, έστω για να «πουλήσει μούρη» προοδευτικού, μορφωμένου και πολιτικώς ορθά σκεπτόμενου – για να φανεί δηλαδή και αυτός κοινωνικά και μορφωτικά διακεκριμένος και πολιτισμικά συμβατός με τους ομοίους τους, «ομοίως διακεκριμένους», εγκαταλείπει την πιο αυτονόητη και ανθρωπολογικά στοιχειώδη κοινή, έως σήμερα, λογική και υιοθετεί σχήματα κοινωνικής και πολιτικής σκέψης που ανασυγκροτούν το παραδοσιακό αξιακό σύστημα αναφοράς του στο όνομα της «προόδου» ή δίνοντας έμφαση αποκλειστικά στα νομικά ατομικά του δικαιώματα προσδιορισμού ή στις φαντασιώσεις της «απεριόριστης ατομικής του ελευθερίας». Δηλαδή στις διάφορες «κουλτούρες του ναρκισσισμού» που αναδεικνύουν το συμπλεγματικό του εγώ σε μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης της διατήρησης ή της εγκατάλειψης της παράδοσης, τότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας πραγματικά δογματικής θρησκευτικής προσήλωσης του κάθε φαντασιακά ελιτοποιημένου, πολιτικά και πολιτισμικά πολτοποιημένου κακομοίρη στις αξίες και τις αρχές μιας ακραία αναρχοφιλελεύθερης πολιτικής μεταφυσικής.
Οι αντιστάσεις στιγματίζονται συλλήβδην ως δείγματα αναχρονισμού, θρησκόληπτου σκοταδισμού ή φανατισμού
Οι καθημερινές δυσφορίες και οι αντιφάσεις του δουλικά προσαρμοσμένου πλήθους των δικαιωματούχων πιστών της νέας πολιτικής θρησκείας, που με χονδροειδή αφέλεια επικαλούνται την επιστήμη ή τον ορθό λόγο, όχι μόνο εκλογικεύονται ιδεολογικά και ψυχολογικά, όπως συχνά συμβαίνει στους πολιτισμικά και διανοητικά λουμπενοποιημένους αποικιοκρατούμενους, αλλά είναι επίσης διαχειρίσιμες, είτε φαρμακευτικά, είτε μέσα από συνταγές «αρμονίας του εαυτού με το σύμπαν» που μοιράζουν αφειδώς οι νέοι μάγοι και οι άφθονοι τσαρλατάνοι που εμφανίζονται ως «ψυχολόγοι».
Οι πολιτικοί επιστήμονες θα έλεγαν ότι οι λαϊκές μάζες μοιάζουν να έχουν αποδεχτεί την μοίρα τους ως ανθρώπινο κοπάδι περιφερόμενων υποψηφίων επιδοτούμενων δούλων
Οι ψυχολόγοι ίσως θα έλεγαν ότι οι πληθυσμοί αυτοί έχουν εκλογικεύσει τις δυσφορίες, τις γνωστικές δυσκολίες τους να συνθέτουν πληροφορίες ή να επικεντρώνουν την προσοχή τους (ποιον θα ξάφνιαζε πια η εναγώνια προσπάθεια όλων των κατόχων νομικών δικαιωμάτων σε «ίσες ευκαιρίες ευημερίας» να υλοποιήσουν φαντασιακά τις επιθυμίες τους ή να καλύψουν τα υπαρξιακά τους κενά στο διαδίκτυο, μέσω των avatars και της εικονικής πραγματικότητας μιας «secondlife»;). Οι πολιτικοί επιστήμονες θα έλεγαν ότι οι λαϊκές μάζες μοιάζουν να έχουν αποδεχτεί την μοίρα τους ως ανθρώπινο κοπάδι περιφερόμενων υποψηφίων επιδοτούμενων δούλων. Οι κοινωνιολόγοι θα επεσήμαναν την ανεπάρκεια των «πολιτών του κόσμου» να προβάλλουν συλλογικά τις αξιώσεις τους και τις προσδοκίες τους στο πολιτικό πεδίο. Και οι ψυχαναλυτές, εκείνοι της «ξεπερασμένης» φροϋδικής σχολής, ενδεχομένως θα ισχυριζόντουσαν ότι οι παραπάνω δυτικές κοινωνίες αποτελούνται όλο και περισσότερο από νευρωτικά άτομα που παρά τις αντιφατικές εκδηλώσεις των συναισθημάτων τους, παρά τις κραυγαλέες καταναλωτικές επιθυμίες τους, παρά τις συνήθεις αξιώσεις τους μιας καλύτερης ζωής «εδώ και τώρα», στην πραγματικότητα συνηθίζουν και προσαρμόζονται εύκολα στα πάντα – ή αλλιώς, ελπίζουν ελάχιστα και δεν ζητούν τίποτα («Chepocosperaenullachiede», όπως σημείωνε ο ίδιος ο Φρόυντ)…
Γιάννης Παπαμιχαήλ τ. Καθηγητής Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου. Αναλυτής Μεταμοντέρνων Νοοτροπιών