Στη νομική τα πάντα είναι θέμα ερμηνείας, απλής ή συνδυαστικής αλλά πάντοτε σύμφωνης με τους κανόνες της επιστήμης, η οποία είναι πρώτιστα γνώση και λογική. Αφορμή για τις σημερινές σκέψεις παρέχει το περίφημο άρθρο 86 του Συντάγματος περί της ποινικής ευθύνης υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης, όπως ισχύει σήμερα σύμφωνα με το Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, κατόπιν της σχετικής πρότασης του Ευάγγελου Βενιζέλου, συνταγματολόγου, πρώην αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, πολλάκις υπουργού και γενικότερα εμπνευστή πολλών αμφιλεγόμενων νομοθετημάτων.
Πέραν των πολλών ειδικότερων διατάξεων για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν οι διατάξεις της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου 86, κατά τις οποίες η Βουλή μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της για δίωξη μόνον μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος, ακόμη και αν πρόκειται για κακούργημα!
Ολα τα κοινοβουλευτικά κόμματα έκτοτε, ιδιαίτερα όσα άσκησαν ή ασκούν κυβερνητική εξουσία, προβάλλουν τη συντομότατη παραγραφή του άρθρου 86 του Συντάγματος αλλά και τις ανάλογες διατάξεις του εκτελεστικού νόμου 3126/2003, για να απαλλάξουν άνευ ετέρου όσους υπουργούς και υφυπουργούς κατηγορούνται και κανονικά θα έπρεπε να διώκονται.
Και όμως, η λύση είναι τόσο απλή, αφού τα πάντα στη νομική είναι θέμα ερμηνείας.
Από το 1951 που ο μετέπειτα καθηγητής Otto Bachof έθιξε στη διδακτορική διατριβή του («Verfassungswidrige Verfassungsnormen? ») το πρόβλημα με τις «αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος», η νομική επιστήμη έχει αναπτύξει θεωρία και ειδικές ερμηνείες ως εργαλεία για την επίλυσή του.
Σύμφωνα με αυτές, υπάρχουν συνταγματικές διατάξεις, που εκ του χαρακτήρα και του σκοπού τους, αλλά και λόγω ειδικότερων προβλέψεων στο ίδιο το Σύνταγμα, είναι υπέρτερες και υπερισχύουν άλλων συνταγματικών διατάξεων, που ως αντίθετες δεν εφαρμόζονται και θεωρούνται ανίσχυρες.
Στην περίπτωση του ελληνικού Συντάγματος, ως τέτοιες υπέρτερες των λοιπών συνταγματικές διατάξεις μπορούν να θεωρηθούν όλες οι μη αναθεωρητέες διατάξεις (άρθρο 110 παράγραφος 1 του Συντάγματος), καθώς και οι διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων, αφού τα ατομικά δικαιώματα αποτελούν τον πυρήνα της προστασίας του πολίτη και του γενικότερου πνεύματος που διαπνέει το Σύνταγμα.
Η διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος «Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» είναι η πρώτη διάταξη των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και επιπλέον περιλαμβάνεται και στις ελάχιστες μη αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος. Συνεπώς, κάθε συνταγματική διάταξη, που έρχεται σε αντίθεση με αυτόν τον υπέρτερο κανόνα «Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» είναι ανίσχυρη και δεν τυγχάνει εφαρμογής.
Τέτοιες ανίσχυρες συνταγματικές διατάξεις είναι και αυτές του άρθρου 86 του Συντάγματος, που παρά τη συνταγματική επιταγή «Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», καθιερώνουν διαφορετικούς όρους και προϋποθέσεις για την ποινική ευθύνη υπουργών και υφυπουργών σε σχέση με την ποινική ευθύνη των υπολοίπων Ελλήνων. Κατ’ ακολουθίαν, η Βουλή δεν δικαιούται να στερεί την αρμοδιότητα των Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών και υφυπουργών, οι οποίοι υπόκεινται, όπως οι υπόλοιποι Ελληνες πολίτες, στις συνήθεις διατάξεις περί ποινικής ευθύνης και παραγραφής αδικημάτων και οφείλουν να δικάζονται για τα αδικήματά τους στα κανονικά δικαστήρια.
Επομένως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη συνταγματική αναθεώρηση για την κατάργηση του άρθρου 86 του Συντάγματος (αλλά και του ν. 3126/2003), που άλλωστε, παρά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες των κομμάτων εξουσίας, δεν πρόκειται να συμβεί για ευνοήτους λόγους. Αφού όμως τα πάντα στη νομική είναι θέμα ερμηνείας, η ανεξάρτητη δικαστική εξουσία ερμηνεύοντας αυθεντικά το Σύνταγμα μπορεί κάλλιστα να υιοθετήσει την ανωτέρω ερμηνεία περί αντίθεσης του άρθρου 86 στην υπέρτερη συνταγματική διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 1, αλλά και στο γενικότερο πνεύμα του.
Να θυμίσουμε ακόμη την ιστορία του Γερμανού μυλωνά, που αδικούμενος από τον ισχυρό χωροδεσπότη είπε με νόημα και ενδόμυχη ελπίδα: «Υπάρχουν Δικαστές στο Βερολίνο !...».
Στην Αθήνα υπάρχουν; Και αν υπάρχουν, τολμούν;
* Ο κ. Δημήτρης Παξινός είναι δικηγόρος, τ. πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
** Ο κ. Ιωάννης Σπηλιόπουλος είναι δικηγόρος, διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Κολωνίας (Γερμανία).