Μήπως τελικά έχουμε γενοκτονία;

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017



«Γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μίας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ως τέτοιας α) ανθρωποκτονία μελών της ομάδας, β) πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, γ) με πρόθεση την επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει, δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας, ε) δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα»
Συνθήκη του ΟΗΕ (1948), άρθρο 2.




Συμβαίνουν κάποιες φορές γεγονότα και καταστάσεις που ενώ όλοι μας διαισθητικά αντιλαμβανόμαστε τη σημασία, το βάθος και τις συνέπειες που έχουν ή θα έχουν στο μέλλον, εν τούτοις η «λογική» αδυνατεί ή φοβάται να τις σχηματοποιήσει, να τις περιγράψει με λέξεις –παρά τον αστείρευτο πλούτο της ελληνικής γλώσσας– εν τέλει τις αρνείται και τις απορρίπτει ως μη «λογικές».

Αυτή είναι μια χρόνια, «επαγγελματική» νόσος, όσων έχουν αφεθεί να έχουν ως πνευματικό μπούσουλα, κάποιο θρησκευτικό δόγμα, μια ιδεολογία ή μια πολιτική δοξασία. Το νοητικό δίκτυο είναι για αρκετούς τόσο ισχυρό ώστε δεν μπορούν να κάνουν μια απλή ανάγνωση της πραγματικότητας αν δεν φορέσουν πρώτα τα ιδεολογικά «γυαλιά» τους. Ανάλογα με τον βαθμό που ταιριάζει η πραγματικότητα με τα ψεύτικα είδωλα των διαφόρων δοξασιών, την …προσαρμόζουν, απορρίπτοντας τα στοιχεία εκείνα που δεν συμφωνούν, ή αναιρούν τα εγκεφαλικά ιδεολογικά σχήματα και προσπαθώντας να εκλογικεύσουν το ένστικτο του φόβου που η φύση έχει προικίσει όλα, ανεξαιρέτως, τα ζωϊκά είδη για να τα προειδοποιήσει και να τα προστατέψει.

Η χρόνια νοητική αρτηριοσκλήρωση έχει δυστυχώς αποδείξει στο παρελθόν την ικανότητά της να προσβάλλει όχι μόνο τους φορείς των πολυώνυμων εξουσιαστικών ιδεολογιών αλλά και τους αντίστοιχους των λεγόμενων απελευθερωτικών θεωρήσεων όπως των διάφορων παραλλαγών της αντιεξουσίας και της αναρχίας. Ο συντηρητισμός, ο δογματισμός, η έλλειψη πνευματικών οριζόντων, τα διάφορα ιδεολογικά «ταμπού», η καταφυγή σε απλοϊκα διπολικά διλήμματα και η κατατριβή με τα δευτερεύοντα δεν είναι ελάττωμα της μίας ή άλλης πλευράς αποκλειστικά.

Θλιβερό αλλά αναπόφευκτο απότοκο αυτής της εξέλιξης είναι η αδυναμία προσδιορισμού του κινδύνου, ο οποίος είτε διασκεδάζεται με «λογικές» εξηγήσεις είτε με περιπλοκες περιφραστικές διατυπώσεις, πόσον μάλλον η κατανόηση και η αντιμετώπιση του. Αυτό βέβαια δεν γίνεται κάθε χρόνο ή κάθε δέκα χρόνια. Γίνεται όταν εξαντληθούν οι αναγεννητικές δυνατότητες ενός ιδεολογικού ρεύματος ή μιας ολόκληρης κοινωνίας, εθνότητας ή φυλής.

Είναι η στιγμή που γίνεται αντιληπτό από όλους το μη αντιστρεπτό εκείνο σημείο της πνευματικής παρακμής. Η κατάληξη είναι αναπόδραστη και περιγράφεται κυριολεκτικά ως «τέλος εποχής», συνδυαζόμενο με την ιστορική συγκυρία. Η παλαιά ιδεολογία ή δοξασία καταλήγει στον κάλαθο των αχρήστων, συχνά μαζί με την εποχή που την γέννησε, ανοίγοντας το δρόμο για άλλες, πιο σύγχρονες θεωρήσεις μέσα σε ένα νέο περιβάλλον. Καμία ιδεολογία ή θεώρηση δεν είναι αναντικατάστατη. Το αρχέγονο ορμέμφυτο δεν σταμάτησε και δεν θα σταματήσει να εκδηλώνεται όσο υπάρχουν άνθρωποι. Οι εκφράσεις μόνο αλλάζουν αλλά η ουσία παραμένει η ίδια.

Το φαινόμενο της «έλλογης» απόρριψης του κινδύνου ή ακόμα χειρότερα της αδυναμίας ανάγνωσης όλων των προειδοποιητικών εκείνων στοιχείων που θυμίζουν τα συμπτώματα σε μια ασθένεια, φτάνει να αγκαλιάζει ολόκληρους πληθυσμούς. Οι θιβετανοί επιχείρησαν να σταματήσουν την κινέζικη κομμουνιστική εισβολή το 1950, εν μέρει με λιτανείες και προσευχές. Οι περισσότεροι από τους κρατούμενους των Χιτλερικών, ακόμα και στην αποβάθρα του Αουσβιτς, αρνήθηκαν να δουν την πραγματικότητα της εξόντωσης, πιστεύοντας ίσως (;) πως τα αδιανόητα από ηθικής άποψης πράγματα δεν θα συμβούν ποτέ. Οι ιθαγενείς φυλές στο μεγαλύτερο τμήμα της αμερικάνικης ηπείρου αφανίστηκαν από προσώπου γης και στο υπόλοιπο αφομοιώθηκαν (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) και μαζί τους χάθηκαν οι παραδόσεις και η κουλτούρα αιώνων ή χιλιετιών. Τα όσα ελάχιστα γνωρίζουμε προέρχονται κατά κύριο λόγο από δευτερογενείς πηγές. Για ειρωνεία, τα ονόματα εξαφανισμένων φυλών σώζονται ως τοπωνύμια, ως ονόματα οπλικών συστημάτων και φίρμες αυτοκινήτων από τους νέους αποίκους.

Η λαϊκή παράδοση στον ελλαδικό χώρο, στόμα με στόμα και κόντρα στην επίσημη ιστοριογραφία, πολύ σοφά εντοπίζει αυτό το σημείο της μη αντιστρεπτής παρακμής στη δύση μιας άλλης εποχής: είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις ατελείωτες θεολογικές έριδες των ανώτερων βυζαντινών κύκλων λίγο πριν σαρώσει ο Μωάμεθ ο Πορθητής τα υπολείμματα της πάλαι ποτέ βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μέσα στην πικρή ειρωνεία μπορούμε να διακρίνουμε τον ψύχραιμο ρεαλισμό: δεν είναι οι θεολογικές διαμάχες η αιτία της Άλωσης αλλά το ψυχοραγητό μιας εποχής που πεθαίνει, αυτή και τα σύμβολά της.

Η ύπαρξη –ή μη– αναγεννητικών δυνατοτήτων είναι συνθήκη ζωής και θανάτου για όλες τις πληθυσμιακές ενότητες. Η ύπαρξη τους με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, την κουλτούρα και την γλώσσα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί ως διαρκής μάχη με εξουσιαστικές δυνάμεις που ενδογενώς ή εξωγενώς επιχειρούν την αφομοίωση, την διάλυση και τον αφανισμό με οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μέσα, για τους δικούς τους σκοπούς.

Μια παλιότερη έρευνα της UNESCO μας ενημερώνει ότι από τις 6.000 περίπου γλώσσες που ομιλούνται σήμερα στον πλανήτη, σε πενήντα χρόνια θα έχουν απομείνει οι μισές, ενώ σε μια αντίστοιχη έρευνα επισημαίνεται ότι κάθε 14 ημέρες χάνεται από μία γλώσσα. Η αναγωγή είναι αυτονόητη: Όταν χάνεται μια γλώσσα, χάνεται το τελευταίο ζωντανό αποτύπωμα μιας φυλής που εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν υπάρχει ως τέτοια, αλλά ως ένας συρρικνούμενος και γερασμένος πληθυσμός που έχει διαλέξει ή έχει υποχρεωθεί να αφομοιωθεί, χάνοντας για πάντα τις εστίες, την κουλτούρα, τα τραγούδια, την φιλοσοφία, τις παραδόσεις του και εν τέλει την συνέχεια του. Οι εξουσίες, από πολύ παλιά, θεωρούν εξαιρετικά επικίνδυνο τον πλούτο των απειράριθμων ανθρώπινων κοινοτήτων και φυλών και δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι η ύπαρξη πολλών γλωσσών και άρα πολλών φυλών θεωρείται ως «θεϊκή κατάρα», όπως μας πληροφορεί στη Γένεση ο μύθος του «πύργου της Βαβέλ».

Ένα τέτοιο σύμπτωμα αυτής της «ασθένειας» επιχειρούμε να περιγράψουμε με το παρόν κείμενο, την συρρίκνωση και τη γήρανση του πληθυσμού στον ελλάδικό χώρο ως αποτέλεσμα των νέων συνθηκών κυριαρχίας που επιβάλλονται με πρωτοφανή βία τα τελευταία χρόνια. Εξ αιτίας της έντασης της συγκεκριμένης επίθεσης, αλλά και των προοπτικών που διαγράφονται, μπορούμε να ισχυριστούμε με επάρκεια πως πρόκειται περί οργανωμένου σχεδίου αποσύνθεσης του εγχώριου πληθυσμού με στοιχεία που προσιδιάζουν τόσο σε γενοκτονία όσο και σε βίαιη αλλαγή της σύνθεσής του. Η παράθεση του σχετικού χωρίου από τον ΟΗΕ δεν γίνεται για να λάβουν περισσότερη αξία τα γραφόμενα, αλλά για να καταδειχτεί ότι το μαζικό οργανωμένο έγκλημα διαθέτει και κανόνες: πρώτον, δεύτερον, τρίτον, τέταρτον.

Δεν αγνοούμε, βέβαια, ότι το ζήτημα, διαστρεβλωμένο και κακοποιημένο ως προς την ουσία του, γίνεται αντικείμενο συνθηματολογίας από διάφορους «εθνικιστικούς» κύκλους, με σκοπό τα μικροπολιτικά συμφέροντα τους. Πάντα καταδεικνύουν ως υπεύθυνο έναν πολιτικό ή μια συγκεκριμένη πολιτική συμμορία, επιδιώκοντας κατ’ ουσίαν να την διαδεχτούν και να συνεχίσουν αυτοί τα ίδια εγκλήματα.

Στον αντίποδα, η σύγχρονη Ιερά Συμμαχία έρχεται με πολιτική μαεστρία να εγκολπώσει τις υποβόσκουσες ρατσιστικές λογικές της αριστεράς που προωθεί ή σιγοντάρει τον λεγόμενο αντιεθνικισμό, δηλαδή τον ρατσισμό συνολικά κατά του ελλαδικού πληθυσμού με πρόσχημα τον «ταξικό πόλεμο» ή την εκδήλωση ρατσιστικών συμπεριφορών από ένα, όχι ιδιαίτερα μεγάλο, τμήμα του. Με προκλητικά συνθήματα όπως: «Έλληνες είστε και φαίνεστε», «Μετανάστες μη μας αφήνετε μόνους με τους έλληνες», «οι μετανάστες είναι ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας» και άλλα συναφή, επιχειρήθηκε με χοντροκομμένο τρόπο στο πρόσφατο παρελθόν να αυτοενοχοποιηθεί ο πληθυσμός για το γεγονός ότι απλά υπάρχει στο συγκεκριμένο χώρο και ιστορικό χρόνο. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, ότι το ναζιστικό δόγμα της «συλλογικής ευθύνης» και η de facto απόδοση ενιαίων (και μάλιστα φυλετικών!) χαρακτηριστικών σε ένα όχι και τόσο ομοιογενές φυλετικά κομμάτι με σκοπό τον (συμβολικό) εξοβελισμό του προς όφελος άλλου «ενιαίου», όπως οι μετανάστες, μπορεί κάλλιστα να αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά αριστερών και αντιφασιστικών θεωρήσεων.

Σύμφωνα με τον άνωθεν επιβαλλόμενο πολιτικό καθωσπρεπισμό, επιτρέπεται ή σιωπηρά ενθαρρύνεται να κρατάει κάποιος σε μια πορεία σημαία ενός άλλου κράτους, αλλά αποτελεί στόχο λυντσαρίσματος –ενίοτε και ληστείας– κάποιος περαστικός που θα τολμήσει να φέρει έστω και ένα μικρό ελληνικό σημαιάκι. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο αντιφασισμός αυτού του τύπου είναι το alter ego του φασισμού, διέπεται από τα ίδια διχαστικά σύνδρομα, μοιράζεται την ίδια ολοκληρωτική μεσσιανική θεώρηση και έχει την ίδια απάνθρωπη εξουσιαστική πρακτική.

Θεωρούμε ότι το ζήτημα των πληθυσμιακών μεταβολών έχει γενικότερη σημασία, επειδή ένας συρρικνωμένος και γερασμένος πληθυσμός είναι πιο εύκολος στόχος για την εξουσία και λιγοστεύουν οι ελπίδες του για απελευθερωτικές προοπτικές. Δεν ισχυριζόμαστε φυσικά ότι η πληθυσμιακή αύξηση από μόνη της είναι ικανή συνθήκη να ανοίξει τους δρόμους της απελευθέρωσης, αφού απαιτείται ένας περίπλοκος συνδυασμός πολλών παραγόντων αλλά και συγκυριών σε μια μακροχρόνια πορεία.

Ωστόσο το μέλλον μιας κοινότητας ή ενός συνόλου παραμένει ένα αγωνιώδες συλλογικό ερώτημα, που δεν μπορεί να απαντηθεί με αφορισμούς ή με διάφορα «ήξεις-αφίξεις».

Ο «άνωθεν» πολιτικός καθωσπρεπισμός έχει δώσει τη «λύση» δια των παραισθησιογόνων: Είναι επιτρεπτό, ενθαρρύνεται ανοιχτά ή διδάσκεται στα σχολεία η θέαση, αποσπασματική και με απαράδεκτες εξειδανικεύσεις, διαφόρων εξαφανισμένων ή υπό εξαφάνιση φυλών, όπως οι αβορίγινες ή οι ινδιάνοι, οπότε ο καθένας μπορεί να τοποθετήσει εικονικά τον εαυτό του πάνω σε ένα άλογο, κυνηγώντας βίσωνες ή μαλώνοντας αυτούς που κυνηγούν τους βίσωνες, ό,τι προτιμά τέλος πάντων. Το «όπιο» απαλύνει τα βασανιστικά ερωτήματα: γιατί χάθηκαν αυτές οι φυλές αν και μοιράζονταν πολλά στοιχεία ελευθερίας; Και εν πάση περιπτώσει τί θα γίνει με εμάς και αυτό τον ρημαδότοπο που ζούμε;

Οι λεγόμενες απελευθερωτικές θεωρίες (δεν συζητάμε για τις εξουσιαστικές), όπως οι παραλλαγές της αντιεξουσίας και οι στρεβλώσεις της αναρχίας, μέσω του αναρχισμού, είναι έτοιμες να σηκώσουν το φρύδι στο τελευταίο ερώτημα. «Έλα μωρέ τώρα που θα ασχοληθούμε με τους πασοκτζήδες/μικροαστούς/ελληναράδες/καταναλωτές-και-δε-συμμαζεύεται». Το βαθύ αποτύπωμα της ξενομανίας και του «αισθήματος κατωτερότητας», που εμφυτεύτηκε από την Βαυαροκρατία και μετά, έρχεται να συναντήσει και να δικαιώσει το διάχυτο πνεύμα ελιτισμού. Η εξήγηση είναι μάλλον απλή. Αυτές οι θεωρήσεις που αναπτύχθηκαν και βολεύτηκαν στο φιλόξενο θερμοκήπιο της λεγόμενης μεταπολίτευσης και τροφοδοτήθηκαν εν μέρει με τους δυσαρεστημένους από τους κομματικούς μηχανισμούς, φέρουν ως στίγμα το βασικότερο χαρακτηριστικό της: τη λογική του διχασμού ή καλύτερα του κατακερματισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το «εμείς» δεν νοείται ως τίποτα περισσότερο από τον στενό κύκλο των πεπεισμένων με την συγκεκριμένη παραλλαγή της ιδεολογίας, οι «τριγύρω» είναι πιθανοί εχθροί και οι «εκτός των τειχών», αδιάφοροι ενίοτε και αρνητικοί. Αν και φαινομενικά παράδοξο, αυτό ταλαιπωρεί και τους ετοιμόρροπους κομματικούς μηχανισμούς της αριστεράς. Ούτε η προτεσταντικής προελεύσεως χριστιανική λογική περί των «λίγων και εκλεκτών», που θα σωθούν ξέχωρα από τους άλλους περιορίζεται τελικά στο χώρο της θρησκείας ή σε εξουσιαστικούς και μόνο, μηχανισμούς.

Η εξουσία, όμως, έχει αποδείξει ότι μπορεί κάλλιστα να «σκουπίσει» ολόκληρες γεωγραφικές ενότητες, όταν επιδιώκει να διασφαλίσει ευρύτερα συμφέροντα και νέες ισορροπίες, αδιαφορώντας για τις επί μέρους διαιρέσεις που έχει ή δεν έχει κατασκευάσει εντός του συγκεκριμένου πληθυσμού. Όταν δρομολογηθεί η «τελική λύση», πάνε περίπατο και οι «ταξικοί αγώνες» και οι διάφορες άλλες επιμέρους διαμάχες και ο «σώζων εαυτόν σωθήτω». Τέτοια κάθετα παραδείγματα δεν είναι καθόλου άγνωστα στον ευρύτερο χώρο που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Από τον Πόντο ως τη Συρία μέσα σε δεκατρία χρόνια εξοντώθηκαν ή ξεριζώθηκαν εκατομμύρια ψυχές, με αποκορύφωμα τη μικρασιατική καταστροφή, προς όφελος ευρύτερων γεωστρατηγικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Το μακέλεμα, ο ξεριζωμός των κατοίκων της Βόρειας Κύπρου και η μεθοδική επί σαράντα συναπτά έτη διαδικασία διχοτόμησης της νήσου είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα πάνω στο ίδιο μοτίβο, όπου τα κάθε είδους ανδρείκελα επιστρατεύονται, σε κάθε αναγκαία περίσταση, για να εκπληρώσουν τα σχέδια της κυριαρχίας, δια μέσου λύσεων τύπου Ανάν.

Αυτή η χρονική περίοδος είναι ιστορικής σημασίας και συμβαίνει κάθε πενήντα ή εκατό χρόνια. Είναι η στιγμή όπου όλοι οι κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί ατροφούν, τα παραδοσιακά μέσα ελέγχου καταρρέουν, τα έως τώρα δεδομένα ανατρέπονται και δυνητικά ανοίγονται νέοι δρόμοι συνθέσεων και αγώνων. Στο βαθμό που η λογική παραμένει η ίδια, οι τετριμμένες και αδιέξοδες θεωρίες που είτε επαναλαμβάνονται μονότονα, είτε παρουσιάζονται σαν καινούργιοι επαναστατικοί δρόμοι της πράξης έχουν την αναπόφευκτη κατάληξή τους στον πάτο ενός μεγάλου σκουπιδοτενεκέ. Τα μουσεία και οι υποσημειώσεις των βιβλίων είναι γεμάτες με τέτοιες λογικές και αντιλήψεις που κάποτε εξέφραζαν δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες. Μετά το 1936-37 στην Ισπανία εξατμίστηκαν εν ριπή οφθαλμού οι διάφορες αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές κινήσεις και πρακτικές που λίγους μήνες πριν στηρίζονταν από μεγάλα κομμάτια της ισπανικής κοινωνίας.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος ένας γέρος σκύλος να μάθει νέα κόλπα, όπως μας λέει μια αγγλική παροιμία.


Έως εδώ, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τις εξουσιαστικές εφαρμογές, που πάντοτε συμπορεύονται με τους ευρύτερους σχεδιασμούς της κυριαρχίας, αλλά και τον ειδικότερο τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η υλοποίησή τους στον ελλαδικό χώρο.

Είναι πέραν αμφισβητήσεως πως ο σχεδιασμός –που αφορά την κατάσταση στην οποία θα περιέλθει ο ελλαδικός χώρος στο επόμενο διάστημα και που σχετίζεται με το κλείσιμο μιας σημαντικής περιόδου για την ενοποιημένη κυριαρχία στον ευρωπαϊκό χώρο– προβλέπει την «αξιοποίηση» του υπό-, επί– και υπέρ– χθόνιου πλούτου. Όπως, μάλιστα, δείχνουν τα δεδομένα από την δεκαετία του 1980, έχει καθοριστεί ως χώρος ανάπτυξης των υπηρεσιών, άντλησης των πηγών, αλλά και εγκατάστασης μονάδων παραγωγής, ενέργειας προς όφελος και περαιτέρω ενδυνάμωση της κυριαρχίας. Έχουν, δηλαδή, προσδιοριστεί συγκεκριμένες «αρμοδιότητες» μέσα στο πλαίσιο του καταμερισμού στις διάφορες (πρώην εθνοκρατικές) περιοχές της Ευρώπης, αλλά και του πλανήτη ευρύτερα.

Οι εντεταλμένοι υπάλληλοί της, στην προκειμένη περίπτωση όλος ο κοινοβουλευτικός, αλλά και ένας ευρύτερος κύκλος (που περιλαμβάνει ΜΜΕ, κάστες αριστερών και δημοκρατών διανοουμένων, ειδικών επιστημόνων, νεοεπιστημόνων, κ.λπ.), στην ουσία ένας συρφετός που διατρέφεται και υπάρχει στον κοινωνικό χώρο επ’ ωφελεία των κρατούντων, έχουν αναλάβει αυτό το τεράστιο έργο καταστροφής με το αζημίωτο (κάτι που μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να ρίξει μια ματιά μόνο στα δηλωμένα εισοδήματά τους, που συνεχώς αυξάνονται).

Αναμφισβήτητα, η επίκληση της «κρίσης» είναι το μέσον για την πραγμάτωση αυτού του έργου. Αρκεί απλά να σκεφτούμε πως εκτός από τα εγκάθετα αυτά υποκείμενα χρειάστηκε και η εφαρμογή του «κλεισίματος των αγορών», η παύση δηλαδή του δανεισμού προς το ελλαδικό κράτος. Πρόκειται για μια συνηθισμένη πρακτική προκειμένου να κλείσει ή να τεθεί υπό τον έλεγχο των δανειστών μία επιχείρηση, ανάλογα με τις εκάστοτε καταστάσεις που υπάρχουν. Οπότε, το άνοιγμα των αγορών που αναγγέλλεται χαρμόσυνα δεν είναι τίποτα άλλο από νέους δανεισμούς και νέα μέτρα εξόντωσης για τον ελλαδικό πληθυσμό.

Βρισκόμαστε σε συνθήκες ενοποίησης της κυριαρχίας και δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις. Τα πράγματα δεν κυλούν, ούτε θα κυλήσουν όλα ομαλά. Υπάρχει ένας εκτεταμένος αλληλοσπαραγμός και αλληλοεξόντωση, καταστάσεις τις οποίες μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας ανατρέχοντας στα συμβάντα των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Επόμενο είναι η εξόντωση των ασθενέστερων εξουσιαστών, αλλά και η διάλυση ισχυρών οικονομικά και πολιτικά σχηματισμών που στο παρελθόν δεν θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι θα τεμαχίζονταν με αυτόν τον βίαιο τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τα πάλαι ποτέ μικρά κράτη. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής κάθε περιοχής, οι δομημένες δυνάμεις της ενοποιημένης κυριαρχίας, η κάθε μία, ανάλογα με τον πρωταρχικό καταμερισμό που έχει γίνει και με βάση τους συσχετισμούς που έχουν αναπτυχθεί, αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας κατά πρώτον για τον εαυτό της και κατά δεύτερο λόγο για λογαριασμό των υπολοίπων, που θα ακολουθήσουν διεισδύοντας οικονομικά, πολιτικά ή στρατιωτικά σε μικρότερη κλίμακα από αυτήν. Είναι, πάντως, βέβαιο πως οι προσπάθειες διείσδυσης των άλλων μεγάλων συνεταίρων της κυριαρχίας γίνεται άλλοτε με άμεσο τρόπο και άλλοτε με έμμεσο (δηλαδή δια μέσου αντιπροσώπων που αναλαμβάνουν το βάρος και το κόστος της βρώμικης δουλειάς), από τη στιγμή που οι οικονομικο-πολιτικοί σχηματισμοί που έχουν συμπήξει αφήνουν περιθώρια σύμπραξης και αλληλοδιείσδυσης τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Είπαμε ότι για κάθε περιοχή γίνεται και το ανάλογο βήμα το οποίο έχει μελετηθεί με βάση την σύσταση του πληθυσμού και τις δυνατότητες αντίστασης, που είναι αναμενόμενο να προκύψουν κατά την επέμβαση, της γεωπολιτικής σημασίας και των συμφερόντων που ανταγωνίζονται ή συγκλίνουν.

Εν προκειμένω, και για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, οφείλουμε κατ’ αρχήν να προσδιορίσουμε ορισμένα ζητούμενα.

Πέρα από την αναζήτηση κάποιου «απελευθερωτικού μοντέλου», ικανού να εφαρμοστεί σε μια συγκεκριμένη περίσταση, εκείνο που προέχει από την οπτική της αναρχικής θεώρησης είναι η κατανόηση της διαδικασίας που έχει ακολουθηθεί και των μεθόδων που έχει θέσει σε εφαρμογή η κυριαρχία. Αυτό χρειάζεται να γίνει επειδή, χωρίς αυτήν την προϋπόθεση, είναι δυνατόν να υπάρξουν λαθεμένες διαπιστώσεις και συμπεράσματα που να οδηγήσουν σ’ ένα φαύλο κύκλο ή σε προτάγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Με βάση, λοιπόν, τον προδιαγεγραμμένο σχεδιασμό για τον ελλαδικό χώρο, που ήδη προαναφέραμε, οι κρατούντες εντός και εκτός των ορίων του, είχαν να αντιμετωπίσουν μία ανταγωνιστική πραγματικότητα: την έντονη αντιπαράθεση με τις εξουσιαστικές επιλογές και το εξεγερτικό ανυπότακτο πνεύμα που έκφραζε ένα μεγάλο αριθμητικά πληθυσμιακό τμήμα αυτού του χώρου. Οι κινητοποιήσεις των δεκαετιών 1960,1970,1980,1990 αλλά και των πρώτων ετών του 21ου αιώνα δεν αφήνουν κανενός είδους αμφιβολία για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν οι εξουσιαστές κατά την εφαρμογή των σχεδιασμών τους στην περίοδο της ενοποίησης της κυριαρχίας.

Επομένως, ο υπερκερασμός ή η διάλυση αυτών των εμποδίων θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί σε βάθος χρόνου. Όπως και έγινε. Έτσι ετέθη σε εφαρμογή μια μακρόχρονη διαδικασία αποσύνθεσης του κοινωνικού χώρου που περιελάμβανε τον πολιτικό, τον κοινωνικό, τον συνδικαλιστικό και τον οικονομικό τομέα, αλλά και όλες τις παραμέτρους οι οποίες συνδέονται άμεσα με αυτούς τους τομείς.

Χρειάζεται να τονισθεί ότι η πραγματοποίηση αυτής της διαδικασίας αποσύνθεσης επιβοηθήθηκε και από τα όσα είχαν δρομολογηθεί στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και ευρύτερα. Πρώτιστα, έπρεπε να ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση της αριστεράς μέσα στο σύστημα. Η καθυστέρηση της ολοκληρωμένης ένταξης της αριστεράς (κομμουνιστικής και μη) του ελλαδικού χώρου μέσα στο εξουσιαστικό μπλοκ οφειλόταν σε ένα ιδιαίτερα οξυμένο τρόπο αντιπαράθεσης, που εκφράστηκε με έναν παρατεταμένο πολιτικό πόλεμο (1943-1949) που στοίχισε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες εξουσίες (της αριστεράς και της δεξιάς). Από το 1974 μέχρι το 1980 η διαδικασία ενσωμάτωσης της αριστεράς υπήρξε ταχυτάτη. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε αναφερόμενοι στην επίσης ραγδαία ένταξη του συνδικαλισμού στους οικονομικούς και πολιτικούς σχεδιασμούς του κράτους, όπως δεν υπάρχει κανενός είδους αμφιβολία για την επέλαση της αριστεράς, με όλες τις αποχρώσεις της, σε όλους σχεδόν τους τομείς που προαναφέραμε. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην εξάπλωσή της και στις κοινωνικές δομές του ελλαδικού κράτους, αφού πλέον η ανάπτυξη της εξουσίας διευκολυνόταν από την αριστερή παρουσία, η οποία είχε αποδείξει την πίστη της στην διατήρηση και ενίσχυση του κράτους και του κεφαλαιοκρατικού τρόπου ανάπτυξης της εξουσίας, έχοντας δώσει τις απαιτούμενες εγγυήσεις. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην διαχείριση των κρατικών υποθέσεων επισφράγισε τον μακροχρόνιο αρραβώνα κράτους και αριστεράς με τον επίσημο γάμο που επανελήφθη δις στα τέλη του 1980 με την συγκυβέρνηση ΚΚΕ-ΝΔ αρχικά και ΚΚΕ-ΠΑΣΟΚ-ΝΔ μετέπειτα.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μια επιταχυνόμενη διαδικασία νάρκωσης μεγάλου μέρους πληθυσμού με το άνοιγμα των πυλών του καταναλωτισμού, της εμπορευματοποίησης των πάντων και της επίπλαστης ευμάρειας. Η επέκταση της πολιτιστικής σαβούρας που κατέκλυσε όλους τους χώρους σκέψης και γνώσης, ήρθε ως το απαραίτητο συμπλήρωμα. Η αμάθεια και το ξερίζωμα τής, έστω πενιχρής, γνώσης που παρείχετο ήλθε με την λεγόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την γλωσσική (αλλά και νοητική) υποβάθμιση των νέων ανθρώπων. Η κυριαρχία προτύπων της ευρωπαϊκής και υπερατλαντικής μουσικής και πολιτιστικής «παράδοσης» και «προόδου» και η άλωση και καταστροφή ακόμα και των πλέον δευτερευουσών πλευρών τής εγγενούς κουλτούρας και παράδοσης –ορίζοντας για κάποιες πτυχές τους το ρόλο του απολιθώματος που παρουσιάζεται δίκην φολκλορικού θεάματος– απετέλεσαν ορισμένα από τα πλήγματα που πραγματοποιήθηκαν. Πλήγματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να είναι επιτυχή εάν δεν συνεπικουρούντο από την ενδυνάμωση και την εξάπλωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στον ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό τομέα. Η ενσωμάτωσή τους και η υποστήριξη των κρατικών επιλογών τα κατέστησε, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την εμφάνισή τους, ως τον καθοριστικό συντελεστή για την διάβρωση της σκέψης και της καθιέρωσης συμπεριφορών ευρύτατων πληθυσμιακά ομάδων. Ας μην παραλείψουμε να αναφέρουμε πως μερίδιο σε αυτήν την διάβρωση διεκδικούν τα τελευταία χρόνια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρά τον φαινομενικά πλουραλιστικό και ελευθεριάζοντα μανδύα με τον οποίο έχουν ενδυθεί.

Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Το σημαντικό ζήτημα της πληθυσμιακής κατάστασης, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ορίζεται από πολλούς συντελεστές. Ένας από αυτούς βρίσκεται στο γεγονός πως ιδιαίτερα τα τελευταία πενήντα χρόνια το λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα δεν είναι κάτι καινοφανές στην Ευρώπη και οπωσδήποτε συνδέεται με συνολικότερες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Ήδη, εδώ και δεκαετίες και η γυναίκα σπουδάζει και κάνει καριέρα και αυτός είναι ένας από τους λόγους, όπου η πολυάριθμη οικογένεια δεν είναι η συνήθης επιλογή ενός ζευγαριού, όπως παλαιότερα, τα κοινωνικά πρότυπα αλλάζουν, τα παλιά καταπιεστικά ταμπού καταρρέουν και ανοίγεται περισσότερος χώρος για πιο αντισυμβατικές συμβιώσεις και, επομένως, για διαφορετικές μορφές καταπίεσης και αλλοτρίωσης. Αυτό, εννοείται πως ισχύει και για τον πληθυσμό που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο.

Εν τούτοις, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και το ότι η συνολική κίνηση του πληθυσμού, από την δεκαετία του 1980 και μετά, επηρεάζεται άμεσα από τις σαρωτικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές, όπως την σταδιακή εγκατάλειψη του «κράτους πρόνοιας», την επέκταση της ΕΟΚ (νυν Ε.Ε.), τα «σταθεροποιητικά» προγράμματα του 1984-85, τις αλλαγές στο πρώην ανατολικό μπλοκ και την λεηλασία του εγχώριου πληθυσμού του. Έπειτα ήρθε το «κοινό νόμισμα» και μετά από λίγο ακολούθησαν οι διαδοχικές «χρεωκοπίες» των κρατών και η συνδυασμένη προσπάθεια για εγκατάσταση ενός νέου status quo στην Ευρώπη μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον οικονομικής-πολιτικής αστάθειας και συρράξεων στο υπογάστριο της ΕΕ, την βόρεια Αφρική.

Η μείωση του ντόπιου πληθυσμού, σε απόλυτα νούμερα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού συνδέεται με την επιβολή των νέων συνθηκών εξουσίας στην ευρύτερη περιοχή.

Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις αυξομειώσεις του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο δεν θα πρέπει να θεωρηθούν καθ’ εαυτά ως τα μόνα ικανά, προκειμένου να εξαχθεί ένα συμπέρασμα που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σε σχέση με το θέμα μας. Εν τούτοις, τα στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί, από τους φορείς που ασχολούνται σχετικά, μπορούν να βοηθήσουν σε μία κατανόηση των διακυμάνσεων του πληθυσμού.

Ενδεικτικά, λοιπόν. Την δεκαετία του 1970 σημειώνονταν 71.000 περισσότερες γεννήσεις από θανάτους. Το 1980 το ισοζύγιο είναι θετικό κατά 61.000. Από το 1985 ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού άρχισε να μειώνεται εντυπωσιακά: το 1990 το ισοζύγιο είναι θετικό μόλις κατά 8.100 ενώ από το 1999 και μετά ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι μηδενικός.1

Το 2012 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 60,500 αμθρώπους από τους οποίους 44.000 την εγκατέλειψαν. Μειωμένος κατά 5,5‰ εμφανίζεται το ίδιο έτος ο πληθυσμός της χώρας, που μετά τη Γερμανία (8,4‰) και την Πορτογαλία (8,5‰)2 καταγράφει, μαζί με την Ιταλία, τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννητικότητας (9‰) στην ΕΕ.

Σύμφωνα με τα δημογραφικά στοιχεία για το 2012, που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τη Eurostat, καταγράφηκαν στην Ελλάδα 100.400 γεννήσεις και 116.700 θάνατοι.

Είναι, επίσης, ενδεικτικό πως στην «ΕΕ των 28», ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 1,1 εκατομμύρια και την 1/1/2013 ανήλθε στα 505,73 εκατομμύρια. Την ίδια χρονιά, στην ΕΕ καταγράφηκαν 5,231 εκατομμύρια γεννήσεις και 5,014 εκατομμύρια θάνατοι, ενώ εισήλθαν 882.000 μετανάστες.

Εδώ θα πρέπει να σταθούμε σε ένα σημαντικό γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με άλλους συντελεστές που εξετάσθηκαν προηγουμένως, επιδρά με ιδιαίτερη ένταση στην κοινωνική κατάσταση. Πρόκειται γι’ αυτούς που βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο ως πολιτικοί πρόσφυγες, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 1980, όσο και ως οικονομικοί μετανάστες από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 μέχρι και σήμερα και μάλιστα προερχόμενων από τελείως διαφορετικές περιοχές του πλανήτη. Και στις δύο περιπτώσεις υπεισέρχονται πολιτικές σκοπιμότητες που εκφράστηκαν (και εκφράζονται) από τους εκάστοτε διαχειριστές των εξουσιαστικών-κυριαρχικών υποθέσεων και σε συνδυασμό με τις ειδικότερες και συνολικότερες επιδιώξεις τους.

Ας κάνουμε, όμως, μία απαραίτητη επισήμανση. Θεωρούμε, ότι η ποικιλία των ειδών είναι η ομορφιά και ο πλούτος του πλανήτη και αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το κατά πόσον αναφερόμαστε σε φυτά, ζώα ή ανθρώπους. Επομένως, η ύπαρξη φυλών που διαβιούν από κοινού σε ένα γεωγραφικό σημείο δεν δημιουργεί προβλήματα μεταξύ τους, παρά μόνο όταν ανακύπτουν εξουσιαστικές επιδιώξεις, όπως αποδείχθηκε κατά την προ της επαναστάσεως του 1821 κατάσταση που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο.

Έχει διαπιστωθεί, επίσης, πως εκτός από τις εξαναγκαστικές μετατοπίσεις ομάδων ανθρώπων από μία περιοχή σε μία άλλη (πλείστα τέτοια γεγονότα έχουν συμβεί κατά την διάρκεια των περασμένων 1500, και πλέον, χρόνων όπου ήκμαζαν οι αυτοκρατορίες), μ’ όλον ότι οι μετακινήσεις πληθυσμών και οι μετοικήσεις ανθρώπινων ομάδων δεν γίνονταν πάντοτε με ειρηνικούς τρόπους, εν τούτοις σε πλείστες περιπτώσεις δημιουργούνταν ένα κλίμα συνύπαρξης και συνεργασίας μετά από μια περίοδο εντάσεων και αναταραχής.

Όμως, η συγκρότηση των εθνικών κρατών οδήγησε σε ομογενοποιήσεις, εκμηδενισμό ή εξαναγκαστική «αφομοίωση» των διαφορετικών ομάδων, σε εκείνες που προσδιορίσθηκαν ως καθοριστικές «εθνότητες».

Χωρίς να επεκταθούμε ιδιαίτερα σ’ αυτό το θέμα, εκείνο που παρατηρείται στις παρούσες συνθήκες της ενοποιημένης κυριαρχίας, σε αντίθεση με τα προηγούμενα εκατό και πλέον χρόνια είναι αφ’ ενός η αναζήτηση υπαρκτών ή και ανύπαρκτων διαφοροποιήσεων μέσα στα όρια ενός εθνικοποιημένου πληθυσμού και εν συνεχεία η ανάδειξη και ενίσχυση αντιθέσεων και ανταγωνισμών.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Συρία, όπου οι φρικαλεότητες των εισαγόμενων μαχητών της «σαρία» και των άλλων αντικυβερνητικών συμμοριών έχουν απογειώσει την δημοτικότητα τού, επίσης χασάπη, Μπασάρ αλ Ασσαντ σε πρωτόγνωρα επίπεδα πάνω στο «δικαιολογημένο» συναίσθημα του «μικρότερου κακού». Αυτό που μας έμαθε η Συρία είναι ότι όταν κάτι επιχειρείται να εφαρμοστεί «από έξω» και εν γένει σε αντιπαράθεση με τις διαθέσεις του εγχώριου πληθυσμού, ο μόνος ωφελημένος είναι η εξουσία είτε με την μία της όψη, είτε με την άλλη και προφανώς χειροτερεύει την υφιστάμενη κοινωνική κατάσταση ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις δηλώνει πως έχει.

Είναι προφανές πως το ζήτημα της πληθυσμιακής μεταβολής του ελλαδικού χώρου δεν εντάσσεται σε κανενός είδους συνωμοσιολογία, από την στιγμή που υπάρχουν επίσημες συμφωνίες διακρατικού χαρακτήρα που τον ορίζουν ως σκουπιδοτενεκέ ανθρώπων με αντάλλαγμα την παροχή χρήματος ανά κεφαλή στους εγχώριους ηγεμόνες, αλλά και από την παραδοχή τούρκου πρώην πρωθυπουργού ότι προσανατολίζοντας τις μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα θα αποδυνάμωνε και τελικά θα διέλυε τον ελλαδικό πληθυσμό δια του δημογραφικού, αλλάζοντας τον άυλο, αλλά σαφή πληθυσμιακά, συσχετισμό δύναμης στην περιοχή. Πρόκειται εν προκειμένω για οικονομική, πολιτική και κοινωνική διείσδυση και διάβρωση, η οποία εκτός του σημαντικού διχασμού που έχει προκαλέσει στον εγχώριο πληθυσμό επιβάλλοντας «de facto» την υποστήριξη ή την εναντίωση προς τους αλλοδαπούς, με την επιστράτευση των ανάλογων ιδεολογικών και πολιτικών «κριτηρίων» έχει και άλλες προεκτάσεις.

Το ζήτημα της οργανωμένης διαδικασίας αποσύνθεσης του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο είναι ασφαλώς ένα περίπλοκο και λεπτό ζήτημα και όχι ακόμα άμεσα ορατό αυτό καθ’ εαυτό, αφού προς το παρόν δεν ακολουθεί το στερεότυπο, λόγχες που σφάζουν και αίμα να χύνεται στους δρόμους. Μπορούμε, πάντως, να διακρίνουμε δύο βασικές κατευθύνσεις: Την αλλαγή της πληθυσμιακής σύστασης δια μέσου της μετανάστευσης και την μείωση του εγχώριου πληθυσμού, που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες (οικονομικούς, κοινωνικούς κ.λπ.).

Η μετανάστευση, ή καλύτερα, οι αναγκαστικές μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, δεν είναι ένα άγνωστο εργαλείο για τις εξουσίες προκειμένου να διαλύσουν τους υπάρχοντες κοινωνικούς δεσμούς, ξεριζώνοντας μια πληθυσμιακή ομάδα και μεταφέροντας την μέσα σε μια άλλη.

Όταν η επιδίωξη είναι να διαλυθεί το υπάρχον και να ανασχηματιστεί, τότε κανείς από τους εξουσιαστές και τους υποτιθέμενους αντιπροσώπους των λαϊκών συμφερόντων δεν ενδιαφέρεται κατά πόσον θα μεταναστεύουν κάθε χρόνο 20.000 ειδικευμένοι τελειόφοιτοι στη Γερμανία ή δεκάδες άλλες χιλιάδες σε άλλα κράτη της υφηλίου. Κανένας απ’ αυτούς δεν πρόκειται να νοιαστεί για μία γεωγραφική περιοχή που δεν θα θυμίζει τίποτε από το χθες και όπου οι εναπομείναντες θα αποτελούν ένα αλλοτριωμένο κομμάτι ανθρώπων που θα επιβιώνει μέσα σε συνθήκες πλήρους εξάρτησης από τους οβολούς των τουριστών ή από τα ψίχουλα που θα αφήνονται από την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, των πετρελαίων, των υδρογονανθράκων, την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, από τις τεράστιες τουριστικές εγκαταστάσεις και ό,τι άλλο καταστροφικό μπορεί να επιφέρει η ανάπτυξη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης.

Οι απόγονοι του σημερινού πληθυσμού –μετά από 50 χρόνια– θα αποτελούν, ακόμη, ένα αρκετά σημαντικό πληθυσμιακό κομμάτι, που όμως θα βρίσκεται σε διαδικασία ανταγωνισμού, συμβιβασμού ή και αναμέτρησης με άλλα πληθυσμιακά κομμάτια που θα έχουν εγκατασταθεί μέσω αυτού του ιδιαίτερου χαρακτήρα νέο-εποικισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη. Επειδή είναι καταφανές πως τόσα εκατομμύρια ανθρώπων που προέρχονται από την αλλοδαπή, καθ’ όσον η διαμονή τους σταθεροποιείται σταδιακά, θα αποτελούν ένα πολυάριθμό πληθυσμιακά κομμάτι του ελλαδικού χώρου. Άλλωστε είναι γνωστό πως οι πολιτογραφήσεις αλλοδαπών είναι αναμενόμενο να διευκολυνθούν, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται.

Θα μπορούσε, εν προκειμένω, να ξεκαθαριστεί πως οι προϋποθέσεις που τίθενται από τον ΟΗΕ, προκειμένου να υποστηριχθεί πως υπάρχει γενοκτονία, καλύπτονται εν μέρει. Βεβαίως, με μία δογματική ερμηνεία θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη για γενοκτονία. Όμως αυτό δεν μπορεί να αντέξει μπροστά στην πραγματικότητα που υπάρχει. Ξεπερνώντας τους στερεότυπους ορισμούς –που όμως δεν παύουν να ανταποκρίνονται επακριβώς στα ισχύοντα σε πολλές περιοχές του πλανήτη– και με βάση τα όσα εκτέθηκαν, διαπιστώνουμε πως έχουμε να κάνουμε με μία ιδιαίτερα διαλυτική μεθοδολογία που προσιδιάζει στις συνθήκες που θέλει να κατασκευάσει η ενοποιούμενη κυριαρχία. Είναι οι συνθήκες ενός αποδιοργανωμένου, εξατομικευμένα ομαδοποιημένου πληθυσμού που η κοινωνικοποίηση ή ομαδοποίησή του βασίζεται σε περιορισμένα και επιφανειακά χαρακτηριστικά. Μία τέτοια κατάσταση είναι πραγματικά εξ ίσου οδυνηρή, χωρίς να υπάρχουν οι ποταμοί αίματος και πόνου που διαπιστώνουμε να λαμβάνουν χώραν σε άλλες περιοχές της μεσογείου ή του πλανήτη, γενικότερα.

Έχουμε, επομένως, να κάνουμε με μία πραγματικότητα όπου οι κοινοτοπίες που διατυπώνονται αναλλοίωτες εδώ και είκοσι χρόνια, του είδους: «η συστηματική επίθεση του κράτους στην κοινωνία κ.λπ.», και οι οποίες πολύ λίγο βοηθούν στην κατανόηση για το πως, το που και το γιατί εφαρμόζονται κάθε φορά οι εξουσιαστικοί σχεδιασμοί και τί είδους εμπόδια υψώνουν σε κάθε απελευθερωτική προσπάθεια.

Μόνο αφελής ή πωρωμένος ιδεολόγος (η άλλη όψη του κομματισμού) δεν μπορεί να διακρίνει τις ορατές, από τους υπολοίπους, κορυφογραμμές του άμεσου μέλλοντος. Ήδη στην Ισπανία, με εντολή του επιτρόπου Μπαρόζο, όσοι διαδηλώνουν χωρίς κρατική άδεια τούς επιβάλλονται απίστευτα πρόστιμα και αυτό είναι μόνο η αρχή, αφού αντίστοιχες απαγορεύσεις βρίσκονται καθ’ οδόν για τους άλλους δυο «αδύναμους» κρίκους: την Ιταλία και την Ελλάδα.

Συχνά γίνεται αναφορά ότι στον ελλαδικό χώρο τα όσα συμβαίνουν λαμβάνουν χώραν λόγω των κρυμμένων φυσικών πόρων και της γεωστρατηγικής της θέσης. Αυτό είναι σωστό, αλλά μόνο εν μέρει. Στα χρόνια της Ρώμης και ακόμα περισσότερο, του Βυζαντίου ο ελλαδικός χώρος δεν είχε κάποια ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία, αφού το ενδιαφέρον των τότε κυριάρχων ήταν αλλού μετατοπισμένο. Αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε ανελέητες επιδρομές, λεηλασίες, καταστροφές και εποικισμούς στα εδάφη αυτά, αλλά και την ανάπτυξη μιας πολύμορφης αντίστασης που κατάφερε να διατηρήσει στον πυρήνα της, βασικές αρχές κουλτούρας, επικοινωνίας και συμβίωσης που γόνιμα προσάρμοσε στον εκάστοτε ιστορικό χρόνο.

Μάλλον εκεί θα πρέπει να αποδοθεί το καταστρεπτικό ενδιαφέρον όλων των κατακτητών για τον συγκεκριμένο τόπο. Η εκδίκηση για την έμπρακτη ανυποταξία και η διάλυση του κληρονομημένου, από την αρχαιότητα, κοινοτικού συστήματος που απεδείχθη ανθεκτικό για τρεις χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον και η πρόθεση για την διάλυση του ήταν καταγεγραμμένη και από τους νεώτερους επικυρίαρχους και εκπροσώπους των ευρωπαϊκών Μ. Δυνάμεων, Βαυαρών.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε χωρίς να υπερβάλλουμε, ότι το γεγονός πως υπάρχει ακόμα ελλαδικός πληθυσμός, με τις όποιες μεταβολές και αναμίξεις, με τα όποια προβλήματα και τις αντιφάσεις του, που μιλά ακόμα μια γλώσσα που η μία στις δύο λέξεις είναι ίδια από την Ομηρική εποχή, ακόμα και αν η γραφή έχει αλλάξει αρκετά, είναι ένα από τα «παράδοξα» της ιστορίας.

Εν κατακλείδι, θα επαναφέρουμε τη διατύπωση που κάναμε στο πρώτο μέρος του κειμένου ότι έχουμε μπροστά μας ένα οργανωμένο σχέδιο αποσύνθεσης του εγχώριου πληθυσμού με στοιχεία που προσιδιάζουν τόσο σε γενοκτονία όσο και σε βίαιη αλλαγή της σύνθεσής του.

Αυτή η διαδικασία δεν πρέπει και δεν μπορεί να συγχέεται με τις πολύ σκληρές μεν αλλά αναγκαστικές πρακτικές όλων των κοινοτήτων στο παρελθόν να παίρνουν μέτρα κατά του φαινομένου του υπερπληθυσμού, όταν οι πόροι ήταν περιορισμένοι ή η ομάδα έπρεπε να μετακινείται συνεχώς και γρήγορα. Ούτε φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με διάφορα σχέδια «παγκόσμιων» κονγκλαβίων, όπως αυτό που συνεδρίασε σε ξενοδοχείο του Σαν Φρανσίσκο το 1995 και αποφάνθηκε ότι χρειάζεται μόνο το …25% του πληθυσμού, αφού τις περισσότερες εργασίες μπορούν να τις πραγματοποιούν ειδικά ρομπότ και όχι δούλοι.

Θα αναρωτηθεί κάποιος: Μα παρόμοια δεν γίνονται στην Σιερρα Λεόνε, στην Μαδαγασκάρη και στην Σομαλία; Γιατί η Ελλάδα να είναι η εξαίρεση από τη στιγμή, μάλιστα, που βρίσκεται κοντά στην κεκαυμένη ζώνη της Μ. Ανατολής;

Αυτό το ερώτημα διατυπωμένο πάνω στην λογική της αντίθεσης θυμίζει τη λογική: Αφού ψόφησε η κατσίκα του γείτονα, ήρθε η ώρα και της δικής σας. Ωστόσο κανένας νοήμων άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί μοιρολατρικά τις «νομοτέλειες» που αφειδώς μοιράζει η κυριαρχία περί της υπερφυσικής παγκόσμιας δύναμης της, που με ένα νεύμα της υποκλίνονται δισεκατομμύρια υπήκοοι. Δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ απόλυτα αλλοτριωμένος πληθυσμός, δεν υπάρχουν τέλεια οργουελιανά συστήματα ελέγχου και η διαδικασία της αφομοίωσης είναι ατελής και σχεδόν πάντα έρχεται ετεροχρονισμένα να καλύψει τα κενά. Η ίδια η προηγούμενη πείρα από τις καταστροφές αλλού είναι αρκετή για να διδάξει τους ανθρώπους ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποστούν τα ίδια. Όποια ιδεολογία αναμένει παθητικά ή αποδέχεται δια της σιωπής το μεγάλο Κύμα, στην ουσία έχει ήδη συνθηκολογήσει ή συναινέσει στην καταστροφή ακόμα και αν δεν το γνωρίζει, ακόμα και αν έχει τις καλύτερες και τις αγνότερες απελευθερωτικές προθέσεις. Η ίδια η ζωή θα την ξεπεράσει.


_______________________
Το Χωνί, 13/5/2012
Ελευθεροτυπία 15/12/2013
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ