Το Κτήνος και η Πόρνη κυβερνούν χωρίς έλεγχο…
Έτσι απαντούσε στα 1798 ο Γουίλιαμ Μπλέικ στην κρατική και εκκλησιαστική δεσποτοκρατία της γηραιάς Αλβιώνος. Την εποχή εκείνη η αυτοκρατορία θεμελιωνόταν πάνω στη βιομηχανία η οποία γεννιόταν με το αίμα να αναβλύζει σε κάθε φυσική της εκδήλωση και το πύον των εκατομμυρίων θυμάτων της να στάζει βρώμικο και μιαρό μέσα από κάθε πόρο της.
Πώς λοιπόν να μην αγανακτούν, όσοι έβλεπαν σ’ όλα αυτά το μονόδρομο της προόδου, εναντίον εκείνων των γραφικών, περιθωριακών και μισερών υποκειμένων της εποχής που διεκδικούσαν ελευθερία, δημοκρατία και σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη για όλους εκείνους που ο δεσποτισμός και τα κάτεργα της πρώιμης βιομηχανίας μετέτρεπαν μαζικά σε αναλώσιμο είδος.
Την δουλοπαροικία είχε διαδεχθεί η μισθωτή δουλεία. Κι έτσι το Κτήνος, που όλα αυτά τα θεωρούσε φυσιολογικά και σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης φύσης, αλλά και η Πόρνη που βρέθηκε να ασκεί το επάγγελμά της στα σαλόνια, τα έδρανα του κοινοβουλίου, αλλά και στα κόμματα, απολάμβαναν την πιο απόλυτη εξουσία απέναντι σε Θεούς κι ανθρώπους.
Ποτέ όμως αυτή η αποστροφή του Μπλέικ δεν είχε μεγαλύτερη επικαιρότητα απ’ ότι σήμερα. Στην αυτοκρατορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και πουθενά αλλού δεν ισχύει τόσο όσο στην Ελλάδα της Ευρωπαϊκής κατοχής.
Χωρίς να κυβερνάνε τα μεγαλύτερα εγχώρια καθάρματα και οι χειρότεροι παλιάνθρωποι καμιά ξένη δύναμη, όσο μεγάλη κι αν είναι, κανένας επίδοξος αποικιοκράτης ή ιμπεριαλιστής δεν θα μπορούσε να επιβάλει το ζυγό και τις θελήσεις του στη χώρα. Κι αυτό ισχύει από τότε που ο ξενόφερτος ψευτοπρίγκηπας, απατεώνας Ευρωπαϊκών διαστάσεων, Μαυροκορδάτος – αυτή η Νέμεσις της ελληνικής επανάστασης – έβαλε αμέτι-μουχαμέτι με το που πάτησε το παδάρι του στα ελληνικά χώματα να δέσει χειροπόδαρα το εξεγερμένο ελληνικό γένος στο άρμα της Αγγλίας με το να δανειστεί από τους χρηματιστές του City με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Έτσι πίστευε – και δεν έκανε λάθος – ότι θα εξασφαλίσει τους λουφέδες για να δελεάσει τους τουρκοχριστιανούς προύχοντες, που έβλεπαν με μεγάλη καχυποψία την επανάσταση και την ένοπλη δράση των απλών χωρικών με τους οπλαρχηγούς τους. Είχε νομίζετε άδικο ο κοσμάκης που έλεγε τι Ζαίμης, τι Μπραίμης;
Από αυτούς που δολοφόνησαν τον κυβερνήτη Καποδίστρια, γιατί ήθελε την εθνική ελευθερία και ανεξαρτησία από τις μεγάλες δυνάμεις γεννήθηκε ολόκληρο το κυβερνών πολιτικό σύστημα. Από τότε έως σήμερα. Η φιλοπατρία του απλού Έλληνα αντικαταστάθηκε από την φιλαργυρία, την ιδιοτέλεια, τη βυζαντινή ίντριγκα, την προδοσία και την εθελοδουλία των κυβερνητών του. Οι εξαιρέσεις ελάχιστες. Μόνο ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Ελευθέριος Βενιζέλος – κι αυτός μόνο έως την περίοδο των βαλκανικών πολέμων.
Ο γιατρός του Αλή Πασά, Κωλέττης ήταν αυτός που θεμελίωσε το πελατειακό σύστημα και τους κομματάρχες στην πιο άθλια και χυδαία μορφή. Το κράτος, αυτό το άθλιο και υποτελές στις «εγγυήτριες δυνάμεις» βαυαροκρατούμενο κράτος της νεαρής Ελλάδας, είναι το πρώτο στην ηπειρωτική Ευρώπη που έμαθε να εφαρμόζει το spoils system, που πρώτος εφηύρε ο αγγλοσαξονικός κοινοβουλευτισμός στις δυο όχθες του Ατλαντικού. Δηλαδή την μετατροπή του κράτους και των οφίτσιών του σε φέουδο όσων κάθε φορά βρίσκονταν ελέω ξένων πρεσβειών στο γκουβέρνο. Μέγας μάγιστρος αυτού του συστήματος λαφυραγωγίας του κράτους, ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ποτέ πριν – ούτε καν επί Οθωμανών – δεν άνθησε το μπαξίσι σε τέτοιο βαθμό, όσο την εποχή που κυβερνούσε ο Κωλέττης και οι επίγονοί του.
Ο Δημήτριος Βούλγαρης για παράδειγμα, ο οποίος διετέλεσε 8 φορές πρωθυπουργός κατά το 19ο αιώνα, ισοφάριζε το πόσο άχρηστος ήταν με την παροιμιώδη φιλοχρηματία του. Ο Ροΐδης έγραφε για δαύτον ότι από νεανίας μόνο ένας έρωτας κυριαρχούσε στη ζωή του, ο έρωτας για τη γραία Μαρία Θηρεσία, της οποίας το εικόνισμα βρισκόταν πάνω στα χρυσά τάλαρα. Κι αυτόν τον έρωτα δεν τον πρόδωσε ποτέ, έως τον θάνατό του.
Όταν ο Βούλγαρης στα νεανικά του χρόνια ήταν ιπποκόμος του Νικολίνου, μικρού γιου του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, τα παλικάρια γνωρίζοντας τη φιλοχρηματία του έπαιζαν μαζί του το εξής παιχνίδι: Πετούσαν ένα χρυσό γρόσι στη λάσπη με τα γουρούνια και του έλεγαν ότι αν το έπιανε με το στόμα και το σκούπιζε με τη γλώσσα, θα ήταν δικό του. Κι ο Βούλγαρης, που η ιθύνουσα τάξη της Ελλάδας και οι ξένες πρεσβείες βρήκαν ιδανικό για πρωθυπουργό, δεν έχασε ποτέ την ευκαιρία να κερδίσει ένα ακόμη χρυσό γρόσι.
Αν νομίζετε ότι οι υπόλοιποι πρωθυπουργοί ήταν καλύτεροι από τον Βούλγαρη, απλά δεν ξέρετε ιστορία, ή θέλετε να ζείτε με αυταπάτες. Υπήρξαν πρωθυπουργοί στην Ελλάδα – ορισμένους από δαύτους οι απολογητές και συνεχιστές τους ονόμασαν «εθνάρχες» - που για το λουφέ της εξουσίας κυριολεκτικά εισήγαγαν το σοδομισμό στη λίστα από τα πιο απαραίτητα προσόντα των κυβερνώντων πολιτικών της Ελλάδας. Σε τούτο τον άμοιρο τόπο οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί που κυβέρνησαν – γιατί πάντα έλεγαν στον λαουτζίκο ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά – απέκτησαν περιουσίες με κάθε λογής αθέμιτα μέσα, ακόμη και με την πορνεία (π.χ. Λοβέρδος, Πιπινέλης κι άλλοι) ξεπούλησαν και ξεπουλήθηκαν τόσες πολλές φορές που έγινε κάτι περισσότερο από σύνηθες.
Κι όταν η πατρίδα κινδύνευε κανείς τους δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ποτέ και κανένας! Ήταν πάντα οι πρώτοι που έβλεπαν στη συνθηκολόγηση τη μόνη λύση «για να μην χαθούν ζωές»! Οι δικές τους ζωές. Οι δικές τους περιουσίες. Ενώ ο λαός πλήρωνε πάντα αυτές τις συνθηκολογήσεις με περισσότερο αίμα και εξανδραποδισμό, απ’ ότι όποτε αγωνιζόταν για την ελευθερία και τη δημοκρατία της πατρίδας.
Κι όποτε δεν τους έπαιρνε να συνθηκολογήσουν, τότε εγκατέλειπαν τη χώρα με τη βοήθεια των ξένων προστατών τους. Αφού λεηλατούσαν τα ταμεία του κράτους. Μόνο και μόνο για να επιστρέψουν κατόπιν με παράτες και μεγαλεία για να διεκδικήσουν δικαιωματικά ξανά τον κρατικό λουφέ. Ως οι μόνοι ικανοί να κυβερνάνε αυτόν τον μίζερο και άθλιο τόπο.
Ίσως να έχουμε τη μεγαλύτερη παράδοση – τουλάχιστον στην Ευρώπη – σε Κτήνη και Πόρνες που κυβερνούσαν τούτο τον άμοιρο τόπο χωρίς κανένα έλεγχο. Κάποτε ένας γνωστός δημοσιογράφος της δεκαετίας του 1970 είχε πει πώς οι Έλληνες πολιτικοί είναι τόσο πρόστυχοι, που ο καλύτερος από δαύτους έχει βιάσει την αδελφή του για να δει αν αξίζει να την πουλήσει στα κυκλώματα πορνείας. Μιλούσε μεταφορικά, αλλά δεν είχε άδικο για το ήθος των εκάστοτε κυβερνώντων.
Κι αυτή την πολιτική ηθική την είδα προσωπικά να μεταγγίζεται βήμα το βήμα μετά την μεταπολίτευση και στις ηγεσίες της Αριστεράς. Κανένας ηθικός φραγμός, καμιά αξιοπρέπεια. Η απάτη ως δέον της πολιτικής, η προστυχιά και η παλιανθρωπιά που διασώθηκε για να συνεχίσει να κυβερνά και μετά τη χούντα, διαπέρασε και τα κόμματα της Αριστεράς. Πρώτα με τον ερχομό του επιλεγόμενου «ευρωκομουνισμού», που ούτε λίγο, ούτε πολύ συνιστούσε τον ενδεδειγμένο δρόμο ενσωμάτωσης ακόμη και των πιο αγνών αγωνιστών, οι οποίοι είχαν δώσει τη ζωή τους για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας και το είχαν πληρώσει με δεκαετίες φυλακίσεων, εξοριών και κάθε λογής βασανιστηρίων, στα κυρίαρχα ήθη και έθιμα της κυβερνώσας πολιτικής.
Πολύ γρήγορα ακολούθησαν κι όλοι οι άλλοι. Οι κρατικές χρηματοδοτήσεις και αργότερα τα ευρωπαϊκά κονδύλια απάλυναν την μετεξέλιξη της Αριστεράς κατ’ εικόνα και ομοίωση του κυβερνώντος πολιτικού συστήματος. Να γιατί σήμερα δεν διαφέρει σε τίποτε η Δεξιά από την Αριστερά. Εκτός βέβαια από τα ιδεολογήματα και τις κοκορομαχίες που απευθύνονται σε αφελής και ανόητους οπαδούς, οι οποίοι πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι η διαφορά βρίσκεται στο τι δηλώνει ο καθένας για τον εαυτό του. Έστω κι αν, όπως έχει ειπωθεί και έχει γραφεί επανειλημμένα από σοφότερους του γράφοντος, το να πιστεύει κανείς ότι τα ράσα κάνουν τον παπά, να πιστεύει στο τι δηλώνει κάποιος για τον εαυτό του, ή στην εικόνα που δημιουργούν οι επαγγελματίες των ΜΜΕ για κάποιον, συνιστά τον ορισμό του ηλίθιου.
Κι έτσι μετά απ’ όλα αυτά, όσοι δεν γνωρίζουν την πολιτική ιστορία του τόπου μας, ή αδυνατούν να χωνέψουν ότι ολόκληρο το επίσημο σύστημα Δεξιάς και Αριστεράς είναι τόσο διεφθαρμένο ως τον πυρήνα του, ώστε είναι αδύνατο η εναλλαγή του στην κυβέρνηση να φέρει κάτι καλό, μένουν κατάπληκτοι να παρακολουθούν αμήχανοι τον χαμό της πατρίδας. Μα είναι δυνατόν, αναρωτιούνται;
Μα είναι δυνατόν να είναι όλοι παλιάνθρωποι, καθάρματα και προδότες; Ε, ναι! Πότε θα το πάρουμε χαμπάρι; Τι θα χρειαστεί να γίνει για να το νιώσουμε; Είναι κι όσο τους δίνουμε τη δυνατότητα να συνεχίζουν, τόσο χειρότερες πλευρές τους θα ανακαλύπτουμε μένοντας άναυδοι. Τόσο θα μας κοστίζει σε ανθρώπινες ζωές. Τις δικές μας και των παιδιών μας.
Πρέπει επιτέλους να πιστέψουμε στους εαυτούς μας. Πρέπει εδώ και τώρα να απαλλαγούμε από τους επαγγελματίες του πολιτικού λουφέ. Να σπάσουμε τη συνέχεια ενός κράτους που στήθηκε ως εχθρός του ελληνικού λαού και σήμερα τον οδηγεί στον όλεθρο για το συμφέρον υπερεθνικών θεσμών και συμφερόντων. Οφείλουμε να σπάσουμε την άτιμη την αλυσίδα που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο θάνατο εμάς, τα παιδιά μας κι ολόκληρο το έθνος μας. Θέλουμε λεύτερη πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά, όπως πάντα την ποθούσε ο λαός μας.
Κι αυτό απαιτεί σαν πρώτο αποφασιστικό βήμα μια πατριωτική δημοκρατική κυβέρνηση. Μην αναρωτιέστε πια πώς θα γίνει. Μπορεί να γίνει ήρεμα, εύκολα και απλά. Αρκεί να το θελήσουμε. Ναι, μπορεί να γίνει γιατί σήμερα υπάρχει η δύναμη εκείνη που γεννήθηκε για να επιτελέσει αυτό το έργο. Κι αυτή δεν είναι άλλη από το ΕΠΑΜ. Δεν υπάρχει καμιά άλλη που να απλώνεται με τέτοια ταχύτητα στην Ελλάδα και να ευαγγελίζεται την ελευθερία, την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία της πατρίδας ως θεμελιώδες καθήκον όλου του λαού.
Το μόνο που χρειάζεται για να γίνει είναι να το πιστέψεις και να γίνεις απόστολος – με τον δικό σου τρόπο – της ιδέας. Μιας ιδέας τόσο απλής και γνώριμης στον καθένα μας, όσο η ζεστασιά που αισθάνεσαι ανάμεσα στους δικούς σου. Μην ρωτάς λοιπόν τι πρέπει να κάνεις. Αρκεί να μεταδόσεις τη φλόγα, το λυτρωτικό μήνυμα μιας νέας παλιγγενεσίας. Για να μην χαθούμε από προσώπου γης, όπως επιζητούν οι κοσμοπολίτες των αγορών και οι ευρωπαϊστές. Για να έχουμε το δικαίωμα να επιλέγουμε εμείς τον τρόπο ζωής που μας ταιριάζει ως έθνος. Για να γίνουμε εμείς και προπαντός τα παιδιά μας, αφεντικά στον τόπο μας.
Ιδέες τόσο βαθιά ριζωμένες στο ιστορικό DNA των Ελλήνων από την εποχή που για πρώτη φορά σε τούτα τα μέρη, η ανθρωπότητα διδάχθηκε ότι η ελευθερία και το δίκαιο – το οποίο κατά τον Αριστοτέλη πηγάζει από την έννοια δίχα, διχάζω, που σημαίνει μοιράζω εξίσου, ή αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη χωρίς πραγματική κι όχι μόνο τυπική ισότητα ανάμεσα στα μέρη – αποτελούν ανώτατο κανόνα πάνω από τις βουλήσεις αρχόντων, δικαστών και υπηκόων, πάνω από την όποια συναίνεση της κοινής γνώμης και το μονοπώλιο της βίας οποιασδήποτε κρατικής ή υπερκρατικής εξουσίας. Να ποια κληρονομιά καλούμαστε να υπερασπιστούμε. Να τι μας κάνει αληθινούς Έλληνες.