Στο επίκεντρο κάθε πολιτικής αναφοράς βρίσκεται το τελευταίο διάστημα η «δικαιοσύνη». Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ομνύουν στο σεβασμό στους θεσμούς της και στις αποφάσεις της. Ταυτόχρονα όμως αλληλοκαταγγέλλονται ως εχθροί της ανεξαρτησίας της. Λες και …υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Από την πλευρά της κυβέρνησης το καθεστώς που υπάρχει στα ανώτατα κλιμάκια της ελληνικής δικαιοσύνης αξιοποιείται ως μία –ακόμη– δικαιολογία για τις μνημονιακές επιλογές της και τις συνεχείς διαψεύσεις των προεκλογικών υποσχέσεων. Τα …νωχελικά δικαστήρια –και όχι η υποταγή στις απαιτήσεις του κεφαλαίου– φταίνε που διαιωνίζεται το καθεστώς της εργοδοτικής ασυδοσίας σύμφωνα με τον γ.γ. του υπουργείου Εργασίας Ανδρέα Νεφελούδη.
Οι κακές αποφάσεις του ΣτΕ για την παραγραφή των φορολογικών αδικημάτων, που εμποδίζουν την έρευνα της Λίστας Λαγκάρντ, φταίνε για τη μη φορολόγηση του πλούτου και όχι ή ίδια η ταξική φορολογική πολιτική της κυβέρνησης.
Το ανώτατο δικαστήριο έχει την ευθύνη που γίνονται όσα γίνονται στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης και όχι η νέα διαπλοκή που επιχειρεί να στήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο ευθύνεται για την κοροϊδία των συμβασιούχων και τις πολιτικές των δημοσιονομικών πλεονασμάτων που απαγορεύουν την ενίσχυση των μηχανισμών κοινής ωφέλειας και όχι οι δεσμεύσεις που έχουν συνυπογράφεί με τους δανειστές. Οι δικαστικές αρχές εμποδίζουν τις προσλήψεις σε υγεία-παιδεία-κοινωνική μέριμνα και όχι οι πολιτικές που θέλουν ως βασικό κριτήριο της δημοσιονομικής πολιτικής την εξυπηρέτηση του χρέους.
Στην πραγματικότητα, το μόνο που επιθυμεί η κυβέρνηση με τις αλλαγές που προωθεί σταδιακά στην ηγεσία της δικαιοσύνης, είναι να προσαρμόσει τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης στον αποκλειστικό της έλεγχο για να προχωρήσει πιο αποτελεσματικά την παραπάνω πολιτική.
Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να διατηρήσουν τα ερείσματα που είχαν από το παρελθόν στο χώρο της δικαιοσύνης. Μιας δικαιοσύνης που έβγαζε και βγάζει «παράνομη και καταχρηστική» σχεδόν κάθε απεργία και συνεχίζει να χαρακτηρίζει παράνομες τις εργατικές διεκδικήσεις. Τουναντίον νομιμοποιεί –με την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου– την εργοδοτική ασυδοσία υποστηρίζοντας ότι η συστηματική μη καταβολή δεδουλευμένων δεν αποτελεί …«βλαπτική μεταβολή» της σύμβασης εργασίας. Για το λόγο αυτό, η ΝΔ εγκαλεί συνεχώς τα δύο τελευταία χρόνια την κυβέρνηση για «παρεμβάσεις» στο χώρο της δικαιοσύνης και για έλλειψη σεβασμού στην «διάκριση των εξουσιών». Αφορμή αποτελούν κατά καιρούς οι καταγγελίες της εισαγγελέως Κ. Τσιατάνη κατά του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου, οι αποφάσεις του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες, η εμπλοκή του υπουργού Άμυνας Π. Καμμένου στην υπόθεση του Noor 1 ή οι δηλώσεις του Π. Πολάκη για τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Φυσικά, ο διορισμός της Βασιλικής Θάνου στο γραφείο του Αλέξη Τσίπρα αξιοποιήθηκε στην ίδια κατεύθυνση.
Το στοιχείο που κρύβουν και οι δύο πλευρές στην ψευδεπίγραφη αντιπαράθεσή τους είναι πως ο λεγόμενος θεσμός της δικαιοσύνης δεν είναι καθόλου τυφλός. Αντιθέτως, διαθέτει «αετίσιο» ανοιχτό μάτι και ξέρει πολύ καλό σημάδι. Ιδίως όταν «στοχεύει» και πετυχαίνει τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, νομιμοποιεί αυθαιρεσίες για κάθε λογής επενδυτές (όπως στις Σκουριές ή στο The Mall), βγάζει αποφάσεις που «καθαρίζουν» μεγαλοσχήμονες από χρέη προς το ΙΚΑ και ασφαλιστικά ταμεία. Όταν παίζει «καθυστερήσεις» στην έκδοση ή την καθαρογραφή αποφάσεων που ξεκάθαρα εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Όταν η ερμηνεία του Συντάγματος γίνεται «λάστιχο» και προσαρμόζεται στις ανάγκες των ιδιωτικοποιήσεων και των περικοπών σε συντάξεις.
Φυσικά, συνεχή είναι τα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής στο χώρο της δικαιοσύνης που κατά καιρούς έρχονται στο φώς της δημοσιότητας. Όμως αποτελούν το σύμπτωμα και όχι την ασθένεια. Οι θεσμοί της δικαιοσύνης στο αστικό κράτος, ξέρουν μόνον ένα «δίκαιο»: το δίκαιο του κεφαλαίου και αυτό εξυπηρετούν. Υλοποιούν βέβαια τους κανόνες-νόμους που εισηγείται η εκτελεστική εξουσία και επικυρώνει η νομοθετική. Στο έδαφος αυτό φύονται τα όποια φαινόμενα διαφθοράς.
Η περίφημη «διάκριση των εξουσιών» μόνο ως …ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Οι θεσμοί της δικαιοσύνης αποτελούν μαζί με τις –υποχρεωτικές για τα κράτη της ΕΕ– «ανεξάρτητες αρχές» και τις κυβερνήσεις ένα ενιαίο πλέγμα. Το ΣτΕ και ο Άρειος Πάγος μαζί με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, την Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους παρόμοιους θεσμούς, αποτελούν τους θεματοφύλακες της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας και του άγρυπνους φρουρούς της διατήρησης της αστικής εξουσίας.
Γεράσιμος Λιβιτσάνος