Η συμφωνία στο Eurogroup για πρωτογενή πλεονάσματα στα επόμενα ...43 χρόνια (3,5% του ΑΕΠ ως και το 2023, «ίσα ή ανώτερα αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ» ως το 2060) είναι δέσμευση σε ένα πείραμα κοινωνικού κανιβαλισμού. Λέγεται ότι το πείραμα αυτό είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία χρέους. Όμως η εκτίμηση αυτή παραγνωρίζει ότι το χρέος, εκτός από σκοπός, είναι μαζί και μοχλός. Ό,τι αποφασίστηκε, λοιπόν, στο Eurogroup δεν είναι (ή δεν είναι πρωτίστως) ένα παιχνίδι αποικιοποίησης της Ελλάδας από τη Γερμανία: η αποπληρωμή του χρέους, εκτός από προφανής ανελαστική απαίτηση των δανειστών (και η συζήτηση, ακόμα, για την απομείωσή του αφορά ευκολίες αποπληρωμής), είναι και μοχλός για την αλλαγή των σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνικές τάξεις και το κράτος, ώστε να ξαναξεκινήσει η καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα σε νέα βάση.
Ας δούμε γιατί:
1. Η δέσμευση σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι προϋπόθεση για να θεωρείται βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος -- για να παρουσιάζεται εφικτή, δηλαδή, η αποπληρωμή του, όπως επιδιώκει η ίδια η κυβέρνηση. Εγγύηση της βιωσιμότητας δεν σημαίνει τέλος του χρέους, αλλά δυνατότητα για την Ελλάδα να επιστρέψει στον δανεισμό. Μέσω δε του δανεισμού, και στην περίφημη ανάπτυξη.
2. Πρωτογενές πλεόνασμα έχουμε όταν τα δημόσια έσοδα (που προέρχονται κυρίως από φόρους) ξεπερνούν τα έξοδα (που αφορούν μισθούς, συντάξεις, αγαθά, και υπηρεσίες: στα έξοδα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται όσα πληρώνει το κράτος για να αποπληρώσει χρέη από παλιότερο δανεισμό).
3. Πρωτογενές πλεόνασμα, λοιπόν, προκύπτει μέσω α) αύξησης των (φορολογικών) εσόδων και μέσω β) μείωσης των (κοινωνικών) δαπανών.
4. Μέχρι σήμερα, ο βασικός πολιτικός ισχυρισμός της κυβέρνησης είναι ότι εφαρμόζει μεν ένα δυσάρεστο μνημόνιο, αλλά σε αντίθεση με τη ΝΔ, το κάνει με δικαιότερο τρόπο. Ο ισχυρισμός αυτός πατά σε ένα πραγματικό γεγονός: στη μείωση των φόρων για τα κατώτερα εισοδήματα (30-45.000 ευρώ), την αύξηση για τα ανώτερα εισοδήματα (από 200.000 και πάνω) και την αύξηση των εσόδων μέσα στο 2016.
Αν όμως δει κανείς τη συνολική εικόνα, μεταξύ 2012 και 2016 υπάρχει α) φοροασυλία και για τα μεσαία και ανώτερα μεσαία εισοδήματα, στα οποία προσβλέπει πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015, και σε κάθε περίπτωση, β) μείωση των φορολογικών βαρών, πάνω από 2 δις ευρώ συνολικά.
5. Αν τα φορολογικά βάρη (άρα και τα έσοδα) μειώνονται ως και το 2015, ενώ τα πλεονάσματα αποδίδονται κανονικά (αφού αποτελούν απαράβατο όρο για την εξυπηρέτηση του χρέους), η κοινή λογική λέει ότι πιάνουμε πλεονάσματα με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών.
6. Η κοινή λογική έχει δίκιο: Το σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2017 έλεγε ότι οι κοινωνικές δαπάνες θα μειωθούν κατά 894 εκ ευρώ (βλ. εδώ). Με βάση τα στοιχεία του πρώτου πενταμήνου της χρονιάς που αφορούν την εκτέλεση του προϋπολογισμού, στοιχεία δηλαδή που αποδέχεται η κυβέρνηση, με όλες τις περσινές επιτυχίες στην είσπραξη των φόρων, ό,τι κρατά τον προϋπολογισμό πλεονασματικό στα απαιτούμενα επίπεδα (πλεόνασμα ύψους 1,842 δισ. ευρώ), είναι η μείωση των κοινωνικών δαπανών (βλ. εδώ). Αυτό όμως επιδιώκει και η ΝΔ, όταν καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ για αλόγιστη επιβολή φόρων που "καταστρέφει την οικονομία" -- μόνο που η ίδια προχωρά ένα βήμα παραπέρα, επιδιώκοντας τη μείωση των μισθών και των θέσεων εργασίας στο Δημόσιο
7. Οι δαπάνες, λοιπόν, μειωμένες κατά 793 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου, είναι αυτές που εγγυώνται πρωτογενές υψηλό πλεόνασμα, και μέσω αυτού, τη βιωσιμότητα του χρέους. Δεν πρόκειται, όμως, για οποιοσδήποτε δαπάνες. "Μειωμένες έναντι του στόχου", διαβάζουμε στα στοιχεία του πρώτου πενταμήνου, "ήταν κυρίως οι επιχορηγήσεις νοσοκομείων, ΥΠΕ-ΠΕΔΥ κατά 140 εκατ. ευρώ, το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης κατά 39 εκατ. ευρώ, οι αποδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά 28 εκατ. ευρώ, τα επιδόματα πολυτέκνων κατά 30 εκατ. ευρώ και οι αποδιδόμενοι πόροι κατά 291 εκατ. ευρώ". Τι σημαίνει αυτό κοινωνικά, ποιος βλάπτεται και ποιος ωφελείται από την υποχρηματοδότηση καταρχάς της υγείας, την οποία υποτίθεται υπερασπίζεται η κυβέρνηση, δεν χρειάζεται να εξηγηθεί.
Ο αναπόφευκτος πολιτικός αυταρχισμός: από τις συναινέσεις στις αποφάσεις
8. Υπάρχει μια εξαιρετικά σοβαρή "πολιτική" διαφορά ανάμεσα στα στοιχεία που εγγυώνται το πρωτογενές πλεόνασμα: στους φόρους (που εξασφαλίζουν έσοδα) και στις δαπάνες (η μείωση των οποίων εγγυάται πλεονάσματα). Ποια είναι αυτή; Μια κυβέρνηση δεν αρκεί να αποφασίσει να επιβάλει φόρους: πρέπει και να εξασφαλίσει τη συναίνεση των φορολογούμενων (την κατανάλωση και τη μη φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή). Αντίθετα όμως με τους φόρους, για τη μείωση των κοινωνικών δαπανών χρειάζεται μια απόφαση. Τυπικά, βέβαια, μια τέτοια απόφαση μπορεί να αμφισβητηθεί, μέσω π.χ. της δικαστικής οδού. Στην πραγματικότητα, η ακύρωση της απόφασης αυτής απαιτεί τεράστια και παρατεταμένη κοινωνική κινητοποίηση. Κι αυτή η τελευταία, ιδίως στην Ελλάδα μετά το 2015, με την καθήλωση που έχει δημιουργήσει η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι δύσκολη.
9. Τα παραπάνω, λοιπόν, σημαίνουν το προφανές: ότι αν η Ελλάδα δεσμεύεται σε πλεονάσματα για τα επόμενα 43 χρόνια, κι αν για τα πλεονάσματα αυτά η φορολογία μετρά όλο και λιγότερο (γιατί η μεν φοροδοτική ικανότητα κάποιων στρωμάτων μειώνεται, η δε απόδοση των οφειλών απαιτεί συναινέσεις που κοστίζουν εκλογικά, και όπως είδαμε, αποφεύγονται, μειώνοντας έτσι και τη σημασία της φορολογίας στην επίτευξη πλεονασμάτων...), τότε η τήρηση της δέσμευσης για υψηλά πλεονάσματα περνά από τον άλλο δρόμο: από ένα πείραμα περαιτέρω (δηλαδή κανιβαλικής) μείωσης κοινωνικών δαπανών. Πολιτικά, αυτό σημαίνει ένα ακόμα σημαντικό βήμα προς τη μετατροπή ενός (καπιταλιστικού) Κράτους που δημιουργεί συναινέσεις, σε ένα (καπιταλιστικό) Κράτος που παίρνει κυρίως Αποφάσεις -- κι αυτό προκειμένου να τηρήσει δεσμεύσεις που ανέλαβε με μόνη συναίνεση, αυτή των ωφελημένων από την πρόσβαση στον πενιχρό φτηνό δανεισμό. Αυτόν τον δανεισμό εγγυάται το κλείσιμο της β' αξιολόγησης.
10. Το γεγονός ότι το κανιβαλικό αυτό πείραμα έχει την υπογραφή του άτυπου ηγέτη της "αριστερής πτέρυγας" της κυβέρνησης, των "53", κάνει τα πράγματα ακόμα πιο σκοτεινά: αν Τσίπρας και Τσακαλώτος θέλουν τα ίδια, αν η πιο αριστερή κυβέρνηση από την Μεταπολίτευση σφραγίζει ένα πρόγραμμα κοινωνικής ερήμωσης πάνω στην ερήμωση των προηγούμενων δύο μνημονίων, τότε θεσμικά μοιάζει να μην υπάρχει καμιά (ορατή) δυνατότητα εκπροσώπησης άλλων αγωνιών, άλλων δικαιωμάτων και άλλων κοινωνικών συμφερόντων. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος ευρωκομμουνιστικής προέλευσης μπορεί να προειδοποιεί όσο θέλει για κινδύνους (sic) μετάλλαξης κόμματος και κυβέρνησης. Στον πραγματικό κόσμο, η μετάλλαξη αυτή είναι μη αναστρέψιμη. Το πολιτικό κεφάλαιο του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμεύει σήμερα μόνο ως καύσιμο για μια αυταρχική μετάλλαξη του κράτους, χωρίς την οποία δεν νοείται η επιβολή Αποφάσεων που απαιτεί ο κανιβαλισμός των συμφωνηθέντων πλεονασμάτων.
11. Όλα τα παραπάνω είναι πολύ περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι Ελλάδας-Γερμανίας -- πολύ περισσότερο καθώς έχουν τη συναίνεση όλων των "εταίρων" της Ευρωζώνης, των φιλικότερων προς την Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων. Αυτό, βέβαια, είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι το πείραμα, στο οποίο δεσμεύεται η κυβέρνηση, είναι ένα πείραμα που δεν μπορεί να αποφευχθεί με συμβατικά μέσα: η επίτευξη πλεονασμάτων είναι όρος για να ξεπληρωθεί ένα χρέος που, μετά το 2012, έχει περάσει στα κράτη της Ευρωζώνης. Η μη εξόφλησή του, λοιπόν, θα σήμαινε διεθνείς συμμαχίες απέναντι στα καπιταλιστικά κράτη που, με όλες τις διαφορές τους, συναντιούνται στην υποστήριξη του κοινωνικού κανιβαλισμού στην Ελλάδα. Γι' αυτό και η απόκρουση αυτού του τελευταίου είναι υπόθεση απαιτητική -- και καθόλου, μα καθόλου "εθνική" ή ...αντιαποικιοκρατική.
5. Αν τα φορολογικά βάρη (άρα και τα έσοδα) μειώνονται ως και το 2015, ενώ τα πλεονάσματα αποδίδονται κανονικά (αφού αποτελούν απαράβατο όρο για την εξυπηρέτηση του χρέους), η κοινή λογική λέει ότι πιάνουμε πλεονάσματα με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών.
6. Η κοινή λογική έχει δίκιο: Το σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2017 έλεγε ότι οι κοινωνικές δαπάνες θα μειωθούν κατά 894 εκ ευρώ (βλ. εδώ). Με βάση τα στοιχεία του πρώτου πενταμήνου της χρονιάς που αφορούν την εκτέλεση του προϋπολογισμού, στοιχεία δηλαδή που αποδέχεται η κυβέρνηση, με όλες τις περσινές επιτυχίες στην είσπραξη των φόρων, ό,τι κρατά τον προϋπολογισμό πλεονασματικό στα απαιτούμενα επίπεδα (πλεόνασμα ύψους 1,842 δισ. ευρώ), είναι η μείωση των κοινωνικών δαπανών (βλ. εδώ). Αυτό όμως επιδιώκει και η ΝΔ, όταν καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ για αλόγιστη επιβολή φόρων που "καταστρέφει την οικονομία" -- μόνο που η ίδια προχωρά ένα βήμα παραπέρα, επιδιώκοντας τη μείωση των μισθών και των θέσεων εργασίας στο Δημόσιο
7. Οι δαπάνες, λοιπόν, μειωμένες κατά 793 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου, είναι αυτές που εγγυώνται πρωτογενές υψηλό πλεόνασμα, και μέσω αυτού, τη βιωσιμότητα του χρέους. Δεν πρόκειται, όμως, για οποιοσδήποτε δαπάνες. "Μειωμένες έναντι του στόχου", διαβάζουμε στα στοιχεία του πρώτου πενταμήνου, "ήταν κυρίως οι επιχορηγήσεις νοσοκομείων, ΥΠΕ-ΠΕΔΥ κατά 140 εκατ. ευρώ, το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης κατά 39 εκατ. ευρώ, οι αποδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά 28 εκατ. ευρώ, τα επιδόματα πολυτέκνων κατά 30 εκατ. ευρώ και οι αποδιδόμενοι πόροι κατά 291 εκατ. ευρώ". Τι σημαίνει αυτό κοινωνικά, ποιος βλάπτεται και ποιος ωφελείται από την υποχρηματοδότηση καταρχάς της υγείας, την οποία υποτίθεται υπερασπίζεται η κυβέρνηση, δεν χρειάζεται να εξηγηθεί.
Ο αναπόφευκτος πολιτικός αυταρχισμός: από τις συναινέσεις στις αποφάσεις
8. Υπάρχει μια εξαιρετικά σοβαρή "πολιτική" διαφορά ανάμεσα στα στοιχεία που εγγυώνται το πρωτογενές πλεόνασμα: στους φόρους (που εξασφαλίζουν έσοδα) και στις δαπάνες (η μείωση των οποίων εγγυάται πλεονάσματα). Ποια είναι αυτή; Μια κυβέρνηση δεν αρκεί να αποφασίσει να επιβάλει φόρους: πρέπει και να εξασφαλίσει τη συναίνεση των φορολογούμενων (την κατανάλωση και τη μη φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή). Αντίθετα όμως με τους φόρους, για τη μείωση των κοινωνικών δαπανών χρειάζεται μια απόφαση. Τυπικά, βέβαια, μια τέτοια απόφαση μπορεί να αμφισβητηθεί, μέσω π.χ. της δικαστικής οδού. Στην πραγματικότητα, η ακύρωση της απόφασης αυτής απαιτεί τεράστια και παρατεταμένη κοινωνική κινητοποίηση. Κι αυτή η τελευταία, ιδίως στην Ελλάδα μετά το 2015, με την καθήλωση που έχει δημιουργήσει η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι δύσκολη.
9. Τα παραπάνω, λοιπόν, σημαίνουν το προφανές: ότι αν η Ελλάδα δεσμεύεται σε πλεονάσματα για τα επόμενα 43 χρόνια, κι αν για τα πλεονάσματα αυτά η φορολογία μετρά όλο και λιγότερο (γιατί η μεν φοροδοτική ικανότητα κάποιων στρωμάτων μειώνεται, η δε απόδοση των οφειλών απαιτεί συναινέσεις που κοστίζουν εκλογικά, και όπως είδαμε, αποφεύγονται, μειώνοντας έτσι και τη σημασία της φορολογίας στην επίτευξη πλεονασμάτων...), τότε η τήρηση της δέσμευσης για υψηλά πλεονάσματα περνά από τον άλλο δρόμο: από ένα πείραμα περαιτέρω (δηλαδή κανιβαλικής) μείωσης κοινωνικών δαπανών. Πολιτικά, αυτό σημαίνει ένα ακόμα σημαντικό βήμα προς τη μετατροπή ενός (καπιταλιστικού) Κράτους που δημιουργεί συναινέσεις, σε ένα (καπιταλιστικό) Κράτος που παίρνει κυρίως Αποφάσεις -- κι αυτό προκειμένου να τηρήσει δεσμεύσεις που ανέλαβε με μόνη συναίνεση, αυτή των ωφελημένων από την πρόσβαση στον πενιχρό φτηνό δανεισμό. Αυτόν τον δανεισμό εγγυάται το κλείσιμο της β' αξιολόγησης.
10. Το γεγονός ότι το κανιβαλικό αυτό πείραμα έχει την υπογραφή του άτυπου ηγέτη της "αριστερής πτέρυγας" της κυβέρνησης, των "53", κάνει τα πράγματα ακόμα πιο σκοτεινά: αν Τσίπρας και Τσακαλώτος θέλουν τα ίδια, αν η πιο αριστερή κυβέρνηση από την Μεταπολίτευση σφραγίζει ένα πρόγραμμα κοινωνικής ερήμωσης πάνω στην ερήμωση των προηγούμενων δύο μνημονίων, τότε θεσμικά μοιάζει να μην υπάρχει καμιά (ορατή) δυνατότητα εκπροσώπησης άλλων αγωνιών, άλλων δικαιωμάτων και άλλων κοινωνικών συμφερόντων. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος ευρωκομμουνιστικής προέλευσης μπορεί να προειδοποιεί όσο θέλει για κινδύνους (sic) μετάλλαξης κόμματος και κυβέρνησης. Στον πραγματικό κόσμο, η μετάλλαξη αυτή είναι μη αναστρέψιμη. Το πολιτικό κεφάλαιο του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμεύει σήμερα μόνο ως καύσιμο για μια αυταρχική μετάλλαξη του κράτους, χωρίς την οποία δεν νοείται η επιβολή Αποφάσεων που απαιτεί ο κανιβαλισμός των συμφωνηθέντων πλεονασμάτων.
11. Όλα τα παραπάνω είναι πολύ περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι Ελλάδας-Γερμανίας -- πολύ περισσότερο καθώς έχουν τη συναίνεση όλων των "εταίρων" της Ευρωζώνης, των φιλικότερων προς την Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων. Αυτό, βέβαια, είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι το πείραμα, στο οποίο δεσμεύεται η κυβέρνηση, είναι ένα πείραμα που δεν μπορεί να αποφευχθεί με συμβατικά μέσα: η επίτευξη πλεονασμάτων είναι όρος για να ξεπληρωθεί ένα χρέος που, μετά το 2012, έχει περάσει στα κράτη της Ευρωζώνης. Η μη εξόφλησή του, λοιπόν, θα σήμαινε διεθνείς συμμαχίες απέναντι στα καπιταλιστικά κράτη που, με όλες τις διαφορές τους, συναντιούνται στην υποστήριξη του κοινωνικού κανιβαλισμού στην Ελλάδα. Γι' αυτό και η απόκρουση αυτού του τελευταίου είναι υπόθεση απαιτητική -- και καθόλου, μα καθόλου "εθνική" ή ...αντιαποικιοκρατική.