
Και το κοριτσάκι πήγαινε τώρα ξυπόλυτο και τα ποδαράκια του ήταν από το κρύο κατακόκκινα και μελανά. Στην παλιά ποδιά του είχε σπίρτα και στο χέρι του κρατούσε ένα κουτί. Μα εκείνη την ημέρα, παραμονή πρωτοχρονιάς, ποιος είχε το νου του για σπίρτα; Σε αυτό το φριχτό χιονόκαιρο κανένας δεν σταματούσε για να δει το καημένο το κορίτσι που παρακαλούσε τόσο λυπητερά. Νύχτωσε και δεν πούλησε ούτε ένα κουτί σπίρτα. Κανείς δεν του έριξε ούτε μία πεντάρα ελεημοσύνη. Πεινασμένο και κρυσταλλωμένο από το κρύο σερνόταν από δρόμο σε δρόμο, απελπισμένο.

Του κάκου για τελευταία φορά περίμενε να αγοράσει κανένας σπίρτα. Ήταν εκεί μία γωνιά ανάμεσα στα δύο σπίτια που το ένα έβγαινε λίγο παρά έξω. Εκεί πήγε και ζάρωσε, αποσταμένο, μάζωξε από κάτω του τα πόδια του, αλλά πάγωνε και έτρεμε ακόμη πιο πολύ και δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι του. Δεν είχε πουλημένο ούτε ένα σπίρτο, δεν είχε πάρει ούτε πεντάρα και ο πατέρας του χωρίς άλλο θα το έδερνε. Και το κάτω-κάτω και στο φτωχόσπιτό τους το κρύο δεν ήταν λιγότερο, η σκεπή ήταν χαλασμένη, ο παγωμένος αέρας έμπαινε τσουχτερός από όλες τις ραγάδες και όλες τις τρύπες κι ας είχαν στουμπώσει τις μεγαλύτερες με άχυρα και πανιά.
-Αν άναβα ένα σπίρτο, είπε μέσα του... ένα μονάχο (ο πατέρας δε θα δει που λείπει) κι αν έκανα λίγη φωτιά για να ζεστάνω τα δάχτυλά μου!


-Κάποιος πεθαίνει! είπε το κοριτσάκι. Η γιαγιά του, το μόνο πλάσμα στον κόσμο που το αγάπησε και τα χάιδεψε, μα που ήταν από καιρό πεθαμένη, της είχε πει:
Όταν ένα αστέρι πέφτει, ανεβαίνει μία ψυχή στον ουρανό!Έτριψε και ένα άλλο σπίρτο ακόμη στον τοίχο. Μία λάμψη σκορπίστηκε ολόγυρα και μπρος στο παιδί στεκόταν η γιαγιά. Τα φορέματά της έλαμπαν ολόφωτα. Το φωτερό πρόσωπό της ήταν γλυκό και γεμάτο αγάπη.
-Γιαγιά! φώναξε το κοριτσάκι, πάρε με μαζί σου, γιαγιά! Ξέρω πως θα γίνεις άφαντη άμα καεί το σπίρτο, όπως χάθηκαν η ζεστή θερμάστρα, η μοσχοβολημένη ψητή χήνα και το όμορφο δέντρο των Χριστουγέννων με τα μύρια φώτα. Μείνε, μείνε, σε παρακαλώ ή πάρε με μαζί σου!
Και το κοριτσάκι έτριψε ένα άλλο σπίρτο, και ύστερα ένα άλλο ακόμη και άλλο και άλλο κι όλο το κουτί για να κρατήσει πιο πολύ τη γιαγιά και τόσο ζωηρό ήταν το φως που έφεγγε σαν ημέρα. Η γιαγιά δεν ήταν πιο κοψομεσιασμένη και κυρτή, όπως όταν πέθανε. Είχε μεταμορφωθεί ολότελα. Ήταν ωραία και μεγαλόσωμη. Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και πέταξαν ψηλά στο φως και στη χαρά, πέταξαν πολύ ψηλά, όπου δεν είναι ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε πόνος και λύπη - στο Θεό.
Αλλά το πρωί οι διαβάτες βρήκαν στη γωνιά του δρόμου το κορμάκι της μικρής. Κόκκινα ήταν τα μάγουλά της κι έλεγε πως χαμογελούσε.
Η πρωτοχρονιά βρήκε πεθαμένο, παγωμένο το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Κρατούσε στο χεράκι του, το ξυλιασμένο, τα καμμένα σπίρτα ενός κουτιού.
-Τι βλακεία! είπε κάποιος διαβάτης, θαρρούσε πως θα ζεσταινόταν με αυτά.
Άλλοι λυπήθηκαν το δυστυχισμένο παιδί και έκλαψαν γιατί δεν ήξεραν πόσα ωραία πράγματα είχε δει την παραμονή της πρωτοχρονιάς και γιατί δεν ήξεραν με ποια θεία λάμψη πέταξε ψηλά, μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς, στην αιώνια χαρά και ευτυχία
taparamythiatisgiagias.blogspot.gr