Εγγυημένη απασχόληση και μείωση ωραρίου το μόνο αντίδοτο στη μαζική ανεργία

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016




TOY KΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ


Η ανεργία σκοτώνει. Δεν σκοτώνει μόνο την οικονομική ανάπτυξη περιορίζοντας τη ζήτηση για κατανάλωση και επενδύσεις. Σκοτώνει τον άνεργο άνθρωπο. Το ίδιο θανάσιμη είναι, όμως, η εντατική και επισφαλής εργασία ή η υπερεργασία. Αυτό καταδεικνύουν οι λίγες επιστημονικές έρευνες που καταπιάστηκαν και συσχέτισαν τις ακραίες καταστάσεις απασχόλησης ή μη με τις επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη υγεία.


Η ανεργία σκοτώνει

Κοινωνικά η ανεργία είναι πηγή ανθρώπινης απελπισίας, επαγγελματικής απαξίωσης, κοινωνικής αποσταθεροποίησης και εξτρεμιστικών ενεργειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου της ανεργίας και των εκλογικών επιτυχιών της Άκρας Δεξιάς τελευταία στην Ευρώπη.

Όμως είναι λιγότερο γνωστό ότι η ανεργία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για αρρώστιες και τον ίδιο τον θάνατο. Το 2000, μία εργασία της γαλλικής στατιστικής υπηρεσίας INSEE έδειξε πως στις εργάσιμες ηλικίες η ανεργία συσχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα για άνδρες και γυναίκες. Στα πέντε χρόνια που ακολουθούν την έναρξη της ανεργίας ο ετήσιος κίνδυνος θανάτου ενός άνεργου άνδρα ήταν, σε κάθε ηλικία, περίπου τρεις φορές μεγαλύτερος από αυτόν ενός εργαζομένου της ίδιας ηλικίας. Η θνησιμότητα των ανέργων ήταν, μάλιστα, εντονότερη στην περίπτωση μακροχρόνιας ανεργίας.

Πρόσφατες εργασίες επιβεβαιώνουν αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα. H ανεργία θα μπορούσε να σκοτώσει μεταξύ 10.000 και 20.000 άτομα ετησίως στη Γαλλία σύμφωνα με την εκτίμηση μελέτης σχετικά με την υγεία των ανέργων, της οποίας ηγήθηκε ο Pierre Μeneton, ερευνητής της Inserm (Νοέμβριος 2014, Διεθνές Αρχείο Επαγγελματικής και Περιβαλλοντικής Υγείας).

Ο επιστήμονας παρακολούθησε 6.000 εθελοντές ηλικίας 35 έως 64 ετών μεταξύ 1995 και 2007 για να παρατηρήσει τις επιπτώσεις της ανεργίας στην καρδιαγγειακή υγεία και τη συνολική θνησιμότητα. Η μελέτη αναδεικνύει μια «πολύ σημαντική, αυξημένη θνησιμότητα» μεταξύ των ανέργων, σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη αυτής των μη ανέργων. Η ανεργία έχει κυρίως μεγάλες επιπτώσεις στην εμφάνιση καρδιαγγειακών ατυχημάτων και χρόνιων παθήσεων, καθώς οι άνεργοι «καταναλώνουν περισσότερο αλκοόλ, λιγότερα φρούτα και λαχανικά και έχουν μια θερμιδική πρόσληψη (εκτός από το αλκοόλ) που είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο".

Όμως σύμφωνα με τον συγγραφέα, αυτά τα αποτελέσματα αποτελούν μάλλον «υποεκτίμηση της πραγματικότητας". Ουσιαστικά βασίζονται σε ένα δείγμα προσώπων που είναι πιο ευνοημένα από τον μέσο όρο και δεν λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, η οποία αύξησε κατακόρυφα τις ψυχικές ασθένειες (βλ. άγχος, κατάθλιψη κ.λπ.) την ίδια ώρα που περιόρισε δραματικά το κράτος κοινωνικής πρόνοιας και άρα τη δυνατότητα φροντίδας των ανέργων.

Με δεδομένη την προσέγγιση της έρευνας αυτής, αν λάβουμε -λόγω της υποεκτίμησης- ως βάση το ανώτερο άκρο των 20.000 θανάτων ανέργων στη Γαλλία επί συνόλου 3,7 εκατομμύρια ανέργων, τότε αναλογικά με το μέγεθος της ανεργίας στην Ελλάδα οι θάνατοι των ανέργων πρέπει αντίστοιχα να ξεπερνούν τις 6.300 ετησίως! Επειδή δε η μακροχρόνια ανεργία είναι ο βασικός λόγος θανάτου και το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα είναι 72% υψηλότερο του αντίστοιχου γαλλικού, δεν θα προκαλούσε καμία έκπληξη αν οι ετήσιοι θάνατοι στη χώρα μας εξαιτίας της ανεργίας προσέγγιζαν τους 8.000 - 10.000 επί συνόλου 114.000 θανάτων ετησίως!

Με μια λέξη, ο θάνατος της απασχόλησης σημαίνει και φυσικό θάνατο για πολλούς κυρίως μακροχρονίως ανέργους (στην Ελλάδα μακροχρόνιοι είναι οι 3 στους 4 ανέργους).


Και η υπερεργασία σκοτώνει
Υπάρχουν πολλές επιστημονικές έρευνες που καταδεικνύουν ότι το εργασιακό άγχος πλήττει την υγεία των εργαζομένων και ζημιώνει την απόδοση των επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με τον Chris Bailey, συνεργάτη ερευνητή του Πανεπιστημίου Mercer, οι σύγχρονες εργασιακές πρακτικές φθείρουν την υγεία των εργαζομένων και κατ' επέκταση την παραγωγικότητά τους. Πρόσφατη κοινή έρευνα των Πανεπιστημίων Cambridge, Mercer, τηςVitality Health και του Rand Europe, που κάλυψε 32.538 εργαζόμενους σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους της Βρετανίας, ανακάλυψε πως εξαιτίας της ψυχολογικής και νευρολογικής πίεσης που προκαλούν οι σύγχρονες εργασιακές πρακτικές (βλ. επέκταση τομέα υπηρεσιών και ψηφιακής οικονομίας με καθιστικό τρόπο ζωής χωρίς φυσική άσκηση) χάνονται ετησίως 23,5 μέρες παραγωγικού χρόνου ανά απασχολούμενο!

Μία νέα έρευνα τριών οικονομολόγων του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης (S.Kajitani, C.Mckenzie, K.Sakata) έδειξε πως πάνω από 25 ώρες εργασία την εβδομάδα βλάπτει την εγκεφαλική λειτουργία και απόδοση των ενηλίκων ηλικίας άνω των 40 ετών, ενώ κάτω από 25 ώρες τη βελτιώνει σε όρους μνήμης, ικανότητας συγκέντρωσης και επίλυσης προβλημάτων.

Βεβαίως, είναι από παλιότερα γνωστή η σχέση των πολλών ωρών εργασίας με τα προβλήματα υγείας. Εργασία πάνω από 55 ώρες εβδομαδιαίως οδηγεί σε υψηλότερο κίνδυνο καρδιοπάθειας, κατάθλιψης, εμφράγματος και διαβήτη. Αλλά η έρευνα των Kajitani και Σία αναδεικνύει για πρώτη φορά τις επιπτώσεις στη διάνοια.

Στο μεταξύ ομάδα Βρετανών ερευνητών του New Economics Foundation διαπίστωσε πως ο άριστος χρόνος εργάσιμης εβδομάδας είναι μόλις 21 ώρες. Η εφαρμογή ενός τέτοιου χρόνου θα μπορούσε να λύσει μία σειρά προβλήματα που σχετίζονται μεταξύ τους, όπως υπερεργασία, ανεργία, υπερκατανάλωση, υψηλές εκπομπές διοξειδίου άνθρακα, χαμηλό επίπεδο ευημερίας, έντονες ανισότητες και έλλειψη χρόνου για φυσιολογική ζωή, όπου οι άνθρωποι θα ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλο και θα απολαμβάνουν τη ζωή τους.


Η εγγυημένη απασχόληση και η μείωση του ωραρίου δίνουν ζωή
Με τους ρυθμούς ανάπτυξης να πέφτουν διεθνώς σε πολύ χαμηλά επίπεδα και την απειλή της ύφεσης και της κρίσης να επικρέμαται της παγκόσμιας οικονομίας (καθώς καμία δομική ανισορροπία της δεν έχει αντιμετωπιστεί), το πρόβλημα της μαζικής ανεργίας που πρόσφατα σημείωσε μικρή υποχώρηση στην Ευρώπη και την Ελλάδα θα επανέλθει δριμύτερο.

Με τους επενδυτές να απέχουν διεθνώς, την Ελλάδα να έχει 2,5 φορές υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από την Ε.Ε.19 και την Ε.Ε.19 να έχει 2 φορές υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από την υπόλοιπη Δύση, γίνεται αντιληπτό πως η απορρόφηση της μαζικής ανεργίας δεν μπορεί να συντελεστεί με συμβατικά μέσα πολιτικής την προσεχή δεκαετία.

Χρειάζεται τα κράτη - μέλη (ιδίως του ευρωπαϊκού Νότου) να βγουν μπροστά κι αυτό που κάνει ήδη η Ελλάδα σε μικρογραφία με τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης να το κάνουν σε διευρυμένη κλίμακα με προγράμματα εγγυημένης κοινωφελούς εργασίας. Αυτό σημαίνει αλλαγή προτεραιοτήτων στην οικονομική πολιτική τουλάχιστον για τις πιο προβληματικές οικονομίες της Ε.Ε. και ανακατανομή των κονδυλίων των κοινοτικών προγραμμάτων υπέρ της δημιουργίας απασχόλησης.

Θυμίζουμε πως, όταν το 2000 η Γαλλία μείωσε τον εβδομαδιαίο εργάσιμο χρόνο από 39 σε 30 ώρες, δημιουργήθηκαν 400.000 καθαρές θέσεις εργασίας. Συνεπώς, οι εμπειρίες χωρών με μειωμένα ωράρια εργασίας, όπως π.χ. η Γαλλία και η Σουηδία, πρέπει να επανεξεταστούν και να αξιολογηθούν τα υπέρ και τα κατά τους, προκειμένου να προχωρήσουμε πανευρωπαϊκά σε μία σταδιακή μείωση του ωραρίου εργασίας στις 35 και στις 30 ώρες εβδομαδιαίως μέχρι το 2020.

Μόνον έτσι θα διασωθεί η υγεία τόσων ανθρώπων, θα μειωθούν οι ανισότητες, θα δυναμώσει η κοινωνική συνοχή και θα τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα στη Γηραιά Ήπειρο. Μόνο τότε η εργασία θα διασφαλίσει την επιβίωση όλων κι η δουλειά θα έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα ώστε να πάψει να είναι δουλεία.










ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ