10 ΙΟΥΝΙΟΥ 1944 Το ολοκαύτωμα του Διστόμου

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Το Σάββατο, 10 Ιουνίου του 1944, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής πραγματοποίησαν στο Δίστομο ένα από τα φρικιαστικότερα εγκλήματά τους, που όμοιά του ελάχιστα θα βρει κανείς σε όλη τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Διακόσιοι είκοσι εννέα εκτελεσμένοι Ελληνες πολίτες μέσα στο χωριό και 67 εκτελεσμένοι στα χωράφια και στους δρόμους της γύρω περιοχής. Αλλοι τόσοι περίπου - όσοι και οι νεκροί - τραυματισμένοι. Τριάντα επτά από τα 450 σπίτια καμένα και σχεδόν όλα κουρσεμένα, λεηλατημένα, γεμάτα από φθορές μικρές και μεγάλες σε κάθε γωνιά τους. Πλήθος ζώων νεκρά και λαβωμένα από τις σφαίρες των μανιακών δολοφόνων. Ολα αυτά εν ολίγοις συνθέτουν μια εικόνα, που δεν είναι εύκολο να τη χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Αλλά αν μείνει κανείς στους αριθμούς και στις απλές περιγραφές, είναι αδύνατο να αντιληφθεί τι πραγματικά συνέβη.

Ενας εκτελεσμένος άνδρας ή γυναίκα, ένας δολοφονημένος αθώος πολίτης, δεν είναι το ίδιο με το νεκρό που δολοφονήθηκε κι ύστερα κατακρεουργήθηκε, ακρωτηριάστηκε, βασανίστηκε. Μια εκτελεσμένη γυναίκα δεν είναι το ίδιο με μια νεκρή, για την οποία γνωρίζουμε πως πριν και μετά την εκτέλεσή της ασέλγησαν πάνω της ανθρώπινα κτήνη κι ύστερα επιδόθηκαν σε κάθε είδους κανιβαλισμούς στο άψυχο σώμα της. Μια έγκυος που εκτελείται δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν, αφού μαζί της δολοφονείται και μια ζωή που δεν έχει έρθει ακόμη στο φως. Περιπτώσεις, όμως, σαν αυτή, όπου μια έγκυος δολοφονείται και της αφαιρείται το αγέννητο μωρό από την κοιλιά για να σφαγιαστεί κι αυτό, δε χωράνε στο μυαλό του ανθρώπου. Κι, όμως, τέτοιες φρικαλεότητες, τέτοιοι βανδαλισμοί και κανιβαλισμοί συνέβησαν από τους Γερμανούς κατακτητές στο Δίστομο.
Ξυλογραφία του Δ. Κοραγιαννάκη: «Οι σφαγές του Διστόμου»

 «Μία από τις χειρότερες ωμότητες ολόκληρου του πολέμου», χαρακτηρίζει το ολοκαύτωμα τουΔιστόμου ο ιστορικός Mark Mazower1 και δεν είναι ο μόνος. Παρόμοια είναι η εκτίμηση και άλλων μελετητών, ενώ δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη πως πρόκειται για το φρικιαστικότερο των εγκλημάτων, το πιο απάνθρωπο και πιο βάρβαρο, που διέπραξαν οι δυνάμεις κατοχής στον ελλαδικό χώρο. «Αι σφαγαί του Διστόμου και η καταστροφή του ωραίου τούτου χωριού - γράφει για παράδειγμα ο Δ. Μαγκριώτης2 που μελέτησε τα εγκλήματα της Κατοχής - υπερβαίνουν εις αγριότητα και εις απανθρωπίαν όλα τα απαίσια εγκλήματα των Γερμανών που διέπραξαν ούτοι εις την Ελλάδα».

Ας δούμε, όμως, το θέμα αναλυτικότερα:

Η προετοιμασία του μακελειού


Νωρίς το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής επιτάξανε στη Λιβαδειά δύο ιδιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα, στα οποία επιβιβάστηκαν γύρω στους 20 Γερμανούς στρατιώτες των ταγμάτων εφόδου Ες - Ες (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 18 στρατιώτες κι άλλες ακόμη και για 50). Οι στρατιώτες δε φορούσαν στρατιωτικές στολές, αλλά ρούχα πολιτικά, τα οποία είχαν αφαιρέσει από Ελληνες κρατουμένους του στρατοπέδου συγκεντρώσεως Λιβαδειάς. Τα δύο επιταγμένα αυτοκίνητα με τους μεταμφιεσμένους ναζί κατευθύνθηκαν προς την Αράχωβα και πίσω τους, σε απόσταση τριών ή τεσσάρων χιλιομέτρων, ακολούθησαν άλλα πέντε γερμανικά αυτοκίνητα, γεμάτα στρατιωτικές δυνάμεις με οπλισμό μάχης.

Με το στρατήγημα της μεταμφίεσης, οι Γερμανοί ήθελαν να προκαλέσουν την προσοχή των ανταρτών του ΕΛΑΣ και πιθανόν τη δράση τους, αλλά και να διαγνώσουν τα πραγματικά αισθήματα των κατοίκων της περιφέρειας απέναντι στις δυνάμεις κατοχής.

Στο δρόμο προς το Δίστομο , οι Γερμανοί σταμάτησαν 12 χωρικούς που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους και τους πήραν ομήρους. Επίσης, για να μην μένουν άπραγοι - και ως προοίμιο όσων έμελλε να επακολουθήσουν - άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως, ό,τι έβλεπαν να κινείται, είτε επρόκειτο για ανθρώπους είτε για ζώα, προκαλώντας έτσι τους πρώτους φόνους.

Κατά το μεσημέρι, οι γερμανικές δυνάμεις, αφού συνενώθηκαν με άλλες που ήρθαν από την Αμφισσα, μπήκαν στο Δίστομο και ζήτησαν, όπως άλλωστε συνήθιζαν, να μάθουν αν βρίσκονταν εκεί αντάρτες. Η απάντηση που πήραν ήταν η συνηθισμένη: «Πάνε μέρες τώρα που πέρασαν αντάρτες από δω, αλλά αποτραβήχτηκαν προς τον Ελικώνα, κατά το χωριό Στείρα». Τέτοιου χαρακτήρα απαντήσεις οι Γερμανοί έπαιρναν σε κάθε χωριό που έμπαιναν και, φυσικά, είχαν μάθει να μην τις πιστεύουν.

Κατά τις 12 1/2 το μεσημέρι, τα δύο επιταγμένα αυτοκίνητα με τους μεταμφιεσμένους στρατιώτες, μαζί με άλλες δυνάμεις, εγκατέλειψαν το Δίστομο και κατευθύνθηκαν προς το χωριό Στείρα, αναζητώντας αντάρτες τους οποίους και βρήκαν. Πράγματι, λίγο έξω από τα Στείρα βρισκόταν ο 11ος Λόχος του III τάγματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που είχε ενημερωθεί για την παρουσία των Γερμανών στην περιοχή, κι έτσι δεν άργησε να εκδηλωθεί μάχη. «Ηταν τόσο αναπάντεχη και τόσο καλά οργανωμένη η επίθεση απ' τους αντάρτες - γράφει ο Τάκης Λάππας3- που όσο να καταφέρουν οι Γερμανοί να πηδήσουν έξω από τα αυτοκίνητα και να πάρουν θέσεις, οι όλμοι και το πυροβόλο τους θέρισαν». Σε λίγο όμως, έφτασαν ενισχύσεις από το Δίστομο και οι αντάρτες υποχρεώθηκαν, μπρος σε υπέρτερες δυνάμεις, να υποχωρήσουν.

Οι Γερμανοί, βέβαια, δεν προσπάθησαν να καταδιώξουν τους αντάρτες, φοβούμενοι τα δυσάρεστα μιας τέτοιας επιχείρησης και προτίμησαν να ξεσπάσουν στον άμαχο πληθυσμό, που ήταν η εύκολη λεία. Για αρχή, μάλιστα, προέβησαν σε δολοφονίες ανυποψίαστων χωρικών, που συναντούσαν στο δρόμο της επιστροφής τους προς το Δίστομο κι όταν έφτασαν στο χωριό προετοιμάστηκαν για το μακελειό.

Το ολοκαύτωμα


Χωρίς δεύτερη κουβέντα, οι κάτοικοι του χωριού διατάχθηκαν να κλειστούν στα σπίτια τους. Υστερα εκτελέστηκαν στην ανατολική πλευρά του σχολείου οι 12 όμηροι που είχαν συλληφθεί το πρωί. Κατόπιν δόθηκε διαταγή να ορμήσουν οι ορδές των βαρβάρων στα σπίτια και να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Ετσι κι έγινε. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο!!! «Οι φονιάδες - γράφει ο Λάππας4- μεθυσμένοι από το κακούργο πάθος τους, σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών κι ορμάνε μέσα. Οποιον συναντάνε, τον σκοτώνουν. Αλλοι θερίζουν χωρίς διάκριση ψυχές μέσα στα κοντινά σπίτια κι άλλοι ξεχύνονται στις γειτονιές... Τα παρακάλια κι ο θρήνος που κάνουν τα γυναικόπαιδα δε στέκουν ικανά να μαλάξουν την άγρια ψυχή των μακελάρηδων. Η λόγχη και το βόλι, ανάλγητα, τους κόβουν τη φωνή και γιομίζουν τα σπίτια καταματωμένα κορμιά. Το αίμα απ' τα θύματα γίνεται αυλάκι και κυλάει προς τα σοκάκια. Γέροι και γριές πέφτουν απ' τα βόλια. Ανδρες κυλιώνται χάμω νεκροί μ' απανωτές θανατηφόρες πιστολιές, κι άλλους τους βάζουν στη σειρά και τους εκτελούνε. Γυναικόπαιδα σφάζονται κι αβάφτιστα βυζανιάρικα στραγγαλίζονται και λογχίζονται κι ύστερα ξεκοιλιάζονται... Μπροστά σε τέτοιο θέαμα κι οι θεατές ακόμα του Κολοσσαίου θα σκέπαζαν τα μάτια τους από φρίκη κι αυτός ο Ηρώδης ή ο Νέρωνας θα φρένιαζαν απ' το κακό τους, που ύστερα από τόσους αιώνες βρέθηκαν κτηνάνθρωποι σαν κι αυτούς, όχι μονάχα να τους μιμηθούνε, μα να τους ξεπεράσουν κιόλας».

Να πώς περιγράφει το μακελειό και η V ταξιαρχία του ΕΛΑΣ σε ειδική έκθεσή της 5:
«Σκότωσαν (σ.σ. οι Γερμανοί) αδιάκριτα, γέρους, μωρά, εξαμηνίτικα, γριές, τα παιδιά του σχολείου (όλα στην αίθουσα του σχολείου) κι αυτόν τον παπά. Βρέθηκαν όλες σχεδόν οι γυναίκες σχισμένες με ξίφος ή μαχαίρι από τα γεννητικά τους όργανα μέχρι το στήθος, βρέθηκαν γυναίκες με κομμένους τους μαστούς, ξεκοιλιασμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους, βρέθηκαν μικρά παιδιά σφαγμένα και ξεκοιλιασμένα και τα έντερα περασμένα στο λαιμό. Του παπά του κόψαν το κεφάλι και το είχαν πεταμένο μακριά από το πτώμα του. Ολόκληρες οικογένειες σφαγιάστηκαν... Ολα τα σπίτια ληστεύτηκαν... Πολλοί κάτοικοι τρελάθηκαν και υπάρχουνε πολλοί τραυματισμένοι...».

Ηταν τόσο φρικιαστικά κι ανείπωτα τα εγκλήματα των ναζί στο Δίστομο , που ακόμα κι αυτοί οι Κουίσλιγκς δεν μπόρεσαν να σιωπήσουν. Θα αναφέρουμε τις αντιδράσεις τους, γιατί αποδεικνύουν το μέγεθος του εγκλήματος των κατακτητών, αλλά και της δικής τους προδοσίας, αφού ακόμη κι υπό αυτές τις συνθήκες ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκαν να παραιτηθούν.

Ο κατοχικός νομάρχης Βοιωτίας Ι. Γεωργόπουλος, με τηλεγράφημά του, στις 12/6/44, προς την κατοχική κυβέρνηση του Ι. Ράλλη, προς άλλες υπηρεσίες και προς την Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, γνωστοποίησε το απαίσιο τούτο έγκλημα και λίγες μέρες αργότερα, με μακροσκελή εμπιστευτική έκθεσή του προς το κατοχικό υπουργείο Εσωτερικών, περιέγραψε όσα έγιναν με πλήρως αποκαλυπτικό τρόπο. Αναφερόμενος στο μακελειό, υπογράμμιζε ότι «ο σαδισμός είναι χαρακτηρισμός κενός, αν μη αστείος διά την περίπτωση». Κι αναφερόμενος στη δράση των Γερμανών στρατιωτών γράφει:
«Δαίμονες εξορμούντες εις καταστροφήν θα ήσαν ολιγώτερον άγριοι και περισσότερον ήπιοι. Ορδαί αγρίων φυλών, άγρια στίφη που ωρμήθησαν από τα απολίτιστα βάθη της Ασίας ή της αφρικανικής ζούγκλας δε θα εξετρέποντο εις τας αιματηράς ωμότητας, εις τη φρικαλέαν τραγωδίαν του Διστόμου »6. 
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, υποχρεώθηκε ακόμη κι αυτός ο κατοχικός πρωθυπουργός Ι. Ράλλης να προβεί σε παραστάσεις «διαμαρτυρίας» προς τις γερμανικές αρχές κατοχής και, συγκεκριμένα, προς τον στρατηγό Schimana, ζητώντας την τιμωρία των εμπλεκομένων στη σφαγή 7.

Αντί επιλόγου: Η φασιστική αναλγησία


Ενα μήνα μετά τη σφαγή , στις 9/7/1944, οι γερμανικές αρχές κατοχής δημοσίευσαν στον αθηναϊκό Τύπο μια ανακοίνωση με τίτλο «Η δημοκοπία περί ωμοτήτων εις το Δίστομον», όπου χωρίς ίχνος ντροπής ισχυρίζονταν ότι τα περί ολοκαυτώματος ήταν ψεύδη των κομμουνιστών. Ακόμη υποστήριζαν ότι μια γερμανική στρατιωτική μονάδα δέχτηκε επίθεση από αντάρτες του ΕΑΜ μπροστά από το Δίστομο, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί σε άμυνα και σε συνέχεια σε επίθεση εναντίον «των συμμοριτών, οι οποίοι είχον οχυρωθεί μέσα εις το Δίστομον, με όλα τα υπάρχοντα μέσα». Ετσι «κατόπιν της χρησιμοποιήσεως των βαρέων γερμανικών οπλών, εκυριεύθη εξ εφόδου το Δίστομον... Ηριθμήθησαν περί τους 250 νεκροί συμμορίται» και «ο θάνατος αριθμού τινός γυναικών και παιδιών υπήρξεν αναπόφευκτος κατόπιν της χρησιμοποιήσεως των βαρέων όπλων και κατόπιν ενός τοιούτου κανονιοβολισμού εναντίον του χωρίου». Τι να σχολιάσει κανείς μπροστά σε τέτοιο θράσος και σε τόσα ψεύδη; Το παρακάτω γεγονός τα λέει όλα.

Οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές υποχρεώθηκαν να διεξάγουν έρευνα για τα όσα συνέβησαν στο Δίστομο , κάτι που σπάνια έκαναν για παρόμοιες περιπτώσεις, όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Mark Mazower8. Η έρευνα ήταν εντελώς τυπική. Ελληνες μάρτυρες δεν κλήθηκαν. Κι ο κατηγορούμενος διοικητής Λόχου Φριτς Λάουτενμπαχ αθωώθηκε. Πώς, άλλωστε, να μην αθωωθεί, όταν υπήρχε διαταγή του στρατάρχη Κάιτελ, από το Δεκέμβρη του 1942, που σύστηνε στις γερμανικές μονάδες τα αντίποινα σε βάρος αθώων πολιτών - ακόμα και γυναικών και παιδιών - χαρακτηρίζοντας «έγκλημα εναντίον του γερμανικού έθνους» ανθρωπιστικές επιφυλάξεις οποιουδήποτε είδους9;

1. Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της κατοχής», Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 239

2. Δ. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής 1941 - 1944», Αθήναι 1949, σελ. 109

3. Τάκη Λάππα: «Η Σφαγή του Διστόμου - Χρονικό», Αθήνα 1945, σελ. 20

4. Στο ίδιο, σελ. 27

5. «Στ' Αρματα! - Στ' Αρματα - Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης» ΠΛΕ 1967, σελ. 342 - 343

6. Τάκη Λάππα: Στο ίδιο, σελ. 70 - 71 και 72 - 80

7. Γ. Α. Φαρμακίδη: «Πεπραγμένα της παρά τω πρωθυπουργώ υπηρεσίας ανταποκρίσεων μετά των γερμανικών αρχών κατά την κατοχήν», Αθήναι 1957, σελ. 65 - 66.

8. Mark Mazower, στο ίδιο, σελ. 239

9. Mark Mazower, στο ίδιο, σελ. 179





Γιώργος Πετρόπουλος
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ