Τι κρύβεται πίσω από την επιμονή των πιστωτών για το 3,5%

Κυριακή 2 Απριλίου 2017


Όποια και να ήταν αρχικά τα κίνητρα της Τρόικας, ελάχιστοι αμφιβάλλουν πια πως έχουν καταλήξει σε μια προσπάθεια να περισώσουν ό,τι μπορούν προς όφελος των πιστωτών.

Συνεχίζοντας ανυποχώρητοι οι Ευρωπαίοι να απαιτούν από τη χώρα μας υπερβολικά ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, η απορία είναι εύλογη: γιατί επιμένουν ειδικά σε αυτό το νούμερο;

Κάνοντας απλές αριθμητικές πράξεις


Η Ελλάδα μέσω της δανειακής σύμβασης δανείζεται με μεσοσταθμικό επιτόκιο περίπου 2%. Αν το πολλαπλασιάσουμε με το 180% χρέος προς ΑΕΠ, μας κάνει 3,5%.

Αυτό σημαίνει πως αν επιτευχθεί ο στόχος του ετήσιου πλεονάσματος, ακόμα και αν το ΑΕΠ παραμείνει αμετάβλητο, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει σταθερός.

Γιατί είναι τόσο σημαντικό για τους πιστωτές να μένει σταθερό το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ;

Σε μία από τις τελευταίες εκθέσεις της, η Goldman Sachs ανέφερε το αυτονόητο: «Η αποτυχία να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και να εκταμιευθούν τα ποσά της διάσωσης θα ήταν μια απόφαση των θεσμικών πιστωτών να χρεοκοπήσουν τους εαυτούς τους».

Προκειμένου να σταματήσουν να βρίσκονται σε αυτή την ομολογουμένως δυσάρεστη θέση, θα πρέπει από το 2018, μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου, η Ελλάδα να βγει στις αγορές εκδίδοντας ομόλογα ύψους 20-30 δισ. τον χρόνο. Έτσι μέσα σε μια δεκαετία θα μετατραπεί σε ιδιωτικό το 70-80% του χρέους που σήμερα ανήκει σε ΕΕ και ΔΝΤ.

Αυτός είναι ο λόγος που στις διαπραγματεύσεις επιμένουν στη διασφάλιση των ομολόγων έκδοσης 2018-2028. Αν τα νέα ομόλογα πληρώνονται κανονικά, δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη δανεισμού από μηχανισμούς όπως το ΔΝΤ ή το ESM. Σιγά σιγά το χρέος θα μετακυλίσει σε χέρια ιδιωτών.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχει το σχέδιο είναι να υποχρεωθεί η Ελλάδα σε αυτόματη ενεργοποίηση μέτρων, σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης αυτών των φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων.

Γιατί οδηγούμαστε σε νέα αποτυχία


Για άλλη μία φορά, διαπιστώνεται ότι στη διάσωση της Ελλάδας παρεμβάλλονται περισσότερο πολιτικές επιδιώξεις παρά τεχνοκρατικοί ή οικονομικοί παράμετροι. Για αυτό θα αποτύχει. Νομοτελειακά θα υπερισχύσει και πάλι η αμείλικτη οικονομική πραγματικότητα.

Μεγάλα και συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα συναντάμε σπάνια και πάντα κάτω από ειδικές συνθήκες. Από το 1974 μέχρι και σήμερα υπήρξαν μόνο τρεις περιπτώσεις χωρών όπου κατάφεραν να επιτύχουν για μια δεκαετία πρωτογενή πλεονάσματα του μεγέθους που απαιτούνται από την Ελλάδα: η Σιγκαπούρη το 1990, το Βέλγιο το 1995 και η Νορβηγία το 1999.

Το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι ενδεικτικό. Ολόκληρη υπερδύναμη, τα τελευταία 60 χρόνια, έχει επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα μόλις πέντε χρονιές. Και μάλιστα καμία από αυτές δεν ήταν πάνω από 2,5%.
Επιπλέον, το ελληνικό χρέος έχει την ιδιαιτερότητα να βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε κατόχους εκτός Ελλάδος. Άρα πάνω από 6 δισεκατομμύρια ευρώ θα βγαίνουν εκτός της χώρας ετησίως, για αποπληρωμή μόνο των τόκων.
Χρήματα που θα αφαιρεθούν από τον ήδη ταλαιπωρημένο ιδιωτικό τομέα, για να χαθούν στη «μαύρη τρύπα» του μη βιώσιμου χρέους.

Για να μη γίνει αισθητή η εκροή και εξουθενώσει την ήδη κουρασμένη οικονομία, θα πρέπει:

-ή να υπάρξει αύξηση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά 6 δισ.

-ή ισόποση αύξηση των χορηγούμενων δανείων προς ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά

-ή κάποιος συνδυασμός των παραπάνω.

Άλλος μαγικός τρόπος εξισορρόπησης της απώλειας χρημάτων, για να αποφύγουμε τις συνέπειες μιας τέτοιου μεγέθους αφαίρεσης πλούτου από τη χώρα, δεν υπάρχει.

Πού πας, καραβάκι…


Οι Έλληνες αναγκάζονται να βαδίσουν στον αδιέξοδο δρόμο των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, στερούμενοι τα κατάλληλα εργαλεία που χρησιμοποίησαν οι ίδιοι οι πιστωτές στο παρελθόν, όπως νομισματική ευελιξία ή κούρεμα χρέους.

Τα εργαλεία αυτά δεν συνιστούν από μόνα τους ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επιστροφή στην ανάπτυξη. Είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση για να λυθεί ο γόρδιος δεσμός.

Μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι σημερινές ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ, Γερμανία και Γαλλία, είχαν από ένα δημόσιο χρέος που ξεπερνούσε το 200% του ΑΕΠ τους. Μέσω των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και της εσωτερικής υποτίμησης έγιναν ανταγωνιστικές και μπόρεσαν να ξεπληρώσουν ένα τόσο μεγάλο χρέος;

Όχι, βέβαια!

Η Γερμανία και η Γαλλία τα κατάφεραν μέσω της διαγραφής χρέους η πρώτη και του πληθωρισμού η δεύτερη.



Ο Βασίλης Παζόπουλος (vpazopoulos@gmail.com) είναι οικονομολόγος, χρηματιστηριακός αναλυτής, συγγραφέας του βιβλίου Επενδυτές χωρίς Σύνορα.
euro2day.gr
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ