Ανάδεμα

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017


Ρένος Αποστολίδης

(…)Όλη η ζωή του ανθρώπου είναι μια αγωνία και μια φοβερή προσπάθεια καλύτερου ξαναπλασμού του εαυτού του και των άλλων. Η προσπάθεια τούτη συνίσταται σ’ ένα μεγάλο προσωπικό Π ρ έ π ε ι που, συντεριασμένο μ’ ένα αβίαστο Θ έ λ ω, αντιχτυπιέται προς το Ε ί ν α ι. 
Μα το περιεχόμενο του «Πρέπει» τούτου εξαρτιέται πάντοτε από τη σημασία που ο Ν ο υ ς αποδίνει στο αφ’ εαυτού του ουδέτερο Είναι. 
Ο νους αυτός, ξεκινημένος πάντα από ένα πρώτο α ξ ί ω μ α, που ‘ναι αφετήριο και κριτήριο μαζί της δημιουργίας του, εννοιολογεί. Τι άλλο, όμως, είναι το αφετήριο τούτο, παρά ένας πόθος πρώτος του ανθρώπου, που διαπνέει πάντοτε κάθε κίνησή του; 
Όλος ο αγώνας δίνεται, λοιπόν, πάνω σ’ αυτό το πρώτο προσωπικό αφετήριο του καθενός. Από κει χωρίζουν όλοι οι δρόμοι. Εκεί αναφέρουνται όλες οι αντιγνωμίες. 
Ποιος άλλος όμως είναι ο πιο πρώτος, ο πιο φλογερός πόθος του ανθρώπου απ’ αυτόν: της Λευτεριάς; Ας σκύψει βαθιά μέσα του ο καθένας και θα βρει εκεί να καίει ακατάλυτη η πρώτη αυτή φλόγα! 
Δεν θα υπήρχανε τόσες ασυμφωνίες, δε θα χωρίζανε ποτές οι δρόμοι των ανθρώπων, αν μέναν όλοι αγνοί, με καθαρή ματιά, με αμόλευτη αίσθηση, με γυμνό το Είναι τους, ώστε να δουν τη βαθύτατη τούτην αλήθεια και να την κάνουν πράξη: 
Πως πάνω απ’ όλα, και από την ηθική και τη θρησκεία και την πατρίδα και την πίστη, στέκει η λευτεριά της ζωής τους πως αυτή είναι το πρώτο και κύριο πως δίψα γι’ αυτήν πρέπει να ‘ναι ο κάθε μας λόγος κ’ η κάθε μας πράξη.


Ως τώρα όμως τίποτα τέτοιο δεν έγινε, κ’ η ζωή μας κάθε άλλο παρά διαποτισμένη από Λευτεριά ήταν. Διόλου αυτεξούσια. Ένα σύνολο αντιδράσεων στο πραγματικό, αντιδράσεων καθοριζόμενων από αυθαίρετους άλλους γνώμονες. 
Κ’ ήτανε μια τέτοια πλάνη η ζωή, σειρά αντιδράσεων και τίποτ’ άλλο, ακριβώς γιατί νομίζαμε πως είχαμε να κάνουμε με την ηρεμία εκείνη και τη σιγουριά, τις τόσο ψεύτικες και του αφρού, καθώς δείχτηκαν. Έτσι, οι εξωτερικές εκείνες επήρειες πάνω μας φάνταζαν σαν κάτι το «βαθιά πραγματικό», σα νά ‘ταν οι πιο γνήσιες εκδηλώσες της πραγματικότητας – που κι αυτήν τη θεωρούσαμε ένα καλόβολο σύνολο κάποιων δυνάμεων και κάποιων πραγμάτων, θαυμαστά «αρμονισμένων» αναμεταξύ τους. 
Εύκολο, πολύ εύκολο ήταν να μη νοιάζεται κανείς και πολύ, και να νομίζει πως υπάρχει, αλήθεια, μια τέτοια σιγουριά, ακριβώς γιατί καμμιά αναστροφή δεν τούχ’ έρθει ποτέ απ’ τ’ αντιμαχόμενα πράγματα, που δεν ανέχουνται ως το τέλος να τα θεωρεί κανείς πολύ ήσυχα, πολύ αρμονικά, πολύ φιλόνομα. 
Μα δεν υποπτευθήκαμε λοιπόν, ποτέ αυτήν την υπερβολική ευκολία; Διάβολε! Το κάθετί είναι δύσκολο δίχως προσπάθεια και κατανόηση πώς θάταν εύκολο το κυριώτερο: η ζωή;


Τώρα όμως το νιώθουμε, πως τίποτα δεν είναι σταθερό μέσα μας και γύρω μας˙ πως πρέπει ν’ αφήσουμε κατά μέρος την αναζήτηση σιγουριάς, που σκοτώνει, γιατί αυτή η ζήτηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εκδήλωση του νόμου της αδράνειας. Όλα τούτα, πίστες και ιδανικά, δεν είναι παρά τρόποι αντίδρασης στο πραγματικό, καθωρισμένοι από πριν, που αφανίζουν την αξία και τη λευτεριά του μεστού Τ ώ ρ α, πού ‘ναι ζωή. Περιορίζουνε την αυθόρμητη πράξη και νεκρώνουνε την καθαρή ζωή. Επιβάλλουνε τρόπους φερσίματος, καλούπια δηλαδή και πάλι, όπου μέσα τους πρέπει να στριμωχτεί αυτή η ζωή του ανθρώπου. 
Μα έτσι η πράξη μας χάνει την παρθενιά της κι ο λόγος μας τη φρεσκάδα του. Η ζωή, γενικά, χάνει και τη λίγη λευτεριά που της απομένει: τη λευτεριά να ζει τη στιγμή της όπως είναι, πλέρια, γιομάτα, αυθόρμητα. Όλα τα’ άλλα τη σκοτώνουν αυτή τη μεστή στιγμή, που πρέπει έντονα να τη ζούμε γιατί είναι η πηγή του είναι μας.


Δείτε τους ανθρώπους που κατάντησαν οπαδοί: έχουνε γίνει νούμερα. Ο καθένας τους είναι ίδιος με τον άλλο και σχεδόν κανένας δεν είναι ο εαυτός του. Έχουν την ίδια κόψη όλοι τους. Είναι «ρομπότ». 
Δεν είναι αυτόβουλες οι πράξες τους, δεν είναι αυτενέργειες. Όλα τούτα είναι σχημοτοποίησες. Και βάση κάθε τέτοιας κατασκευής: το αίτημα της απόλυτης συνέπειας, ο προκαθορισμός δηλαδή, η τάχα αρμονία, ηρεμία, ειρήνη, ενώ η πραγματικότητα δεν έχει συνέπεια, δεν έχει ησυχασμό, δεν έχει ειρήνη δυνάμεων, μα πόλεμο, αναταραχή, επανάσταση αιώνια ενάντια στον ίδιο τον εαυτό της. 
Είναι σαν ανήσυχη θάλασσα που τά ‘χει όλα μέσα της και γι’ αυτό κάθε σύστημα, κάθε σ τ ά σ η (εκεί είναι η πλάνη) απέναντί της, σα να ‘ναι κάτι το άλλο από εμάς – μάλιστα, τις περισσότερες φορές, σαν κάτι άλλο το εχθρικό -, κάθε αντίληψη πως υπάρχει και τίποτα που να μας έρχεται απόξω κι όχι όλα από μας, επομένως κάθε τάση να πάρουμε στάση απέναντι της πραγματικότητας αυτής της τάχα έξω από εμάς, ενώ, απλώς, η πραγματικότητα, ο κόσμος ολάκερος, είμαστ’ εμείς, εμείς αυθύπαρκτοι, με κίνηση του μέσα προς τα μέσα μας (αφού ο κόσμος αυτός δεν έχει υπόσταση δίχως το ζωντανό πυρήνα του, τη συνείδησή μας, και δεν μπορεί να γίνε αλλιώς), θα φέρει σύγκρουση, θλίψη, πόνο. 
Κι ο μόνος τρόπος να τον ξεφύγει κανείς αυτόν τον πόνο, είναι να λυτρωθεί απ’ την πλάνη των επιδράσεων κι αντιδράσεων, να μπει στο νόημα πως όταν βλέπεις σαν επήρειες τα γύρω σου – και πρωτύτερα ακόμα, όταν πολύ εύκολα ξεχωρίζεις τα γύρω σου από σένα – φυσικά και θα τα βλέπεις ανόμοια αναμεταξύ τους, διάφορα, αντίθετα, πολλά και τα συναφή, κατά συνέπεια δε και σε σύγκρουση με το αντίστοιχο στοιχείο της ύπαρξής σου, το τόσο όμοιο, το τόσο το αυτό, το τόσο ένα, καθώς φαντάζει, με τον εαυτό του. 
Να νιώσει, μ’ ένα λόγο, κανείς, πως δεν υπάρχουν ποτέ προβλήματα στάσης, μα προβλήματα Είναι.


Η ζωή είναι κάτι το άναρχο, το πρώτο, το θετικό, όχι αποτέλεσμα, όχι αντίθεση, όχι σκοπός. Είναι α υ τ ή το παν, γιατί είναι η οδός που φέρνει σ’ αυτό. Έ ν α εμείς και αυτό. 
Αν το νιώσει βαθιά κανείς, θα καθοριστεί αυθόρμητα και η «στάση» του – όπως την έλεγε πριν – απέναντι στο πραγματικό, κ’ η ενότητα, η θετικότητα, η σιγουριά της καθαρής αυτής πηγής που θ’ αναβρύσει εντός του – αν μπορεί να της κολλήσει επίθετα κανείς – θα εξαχτινώνεται και θα φέρνει, σαν από έξω, όπως το θαρρούσε κι όπου το γύρευε, το αίσθημα της ενότητας, το αίσθημα ότι δεν αντιμαχόμαστε το πραγματικό, παρά, ίσα-ίσα, είμαστε πια ολότελα οικειωμένοι μ’ αυτό, πως η πηγή είμαστε εμείς και όχι το έξω, πως άρα έξω και μέσα είναι ένα κ’ εμείς μέσα του, εμείς η καρδιά του, εμείς αυτό! (…)


ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ